Freiheit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Freiheit die Freiheiten
γενική der Freiheit der Freiheiten
δοτική der Freiheit den Freiheiten
αιτιατική die Freiheit die Freiheiten

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Freiheit (de) θηλυκό


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Freiheit αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]