Svoboda | Graniru | BBC Russia | Golosameriki | Facebook

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coin coins

coin (en)

coin (en)

  1. κόβω νόμισμα
  2. εφευρίσκω, επινοώ



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coin coins

coin (fr)

  1. η γωνία, η γωνιά, το μέρος
  2. η σφήνα