Μια πρόσκληση για δείπνο, το περασμένο Σάββατο, χαροποίησε τον άντρα μου κι εμένα. Είχαμε καιρό να τα πούμε με το ζευγάρι των φίλων που μας κάλεσαν, το Σ. και τη Λ. Ξεκινήσαμε για το σπίτι τους, με προσμονή για ένα ωραίο βράδυ με χαλαρή κουβεντούλα, κρασάκι και φαγητό δίπλα στο τζάκι. Στο δρόμο, καθώς πηγαίναμε, αναρωτήθηκα τι άραγε να ψήφισαν στις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε (πριν περίπου δύο χρόνια και κάτι), τους αφήσαμε και τους δυο ως ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Ο άντρας μου είχε τη γνώμη ότι θα έμειναν πιστοί στο ΠΑΣΟΚ, δεδομένου μάλιστα ότι, επί των ημερών του, η κόρη τους διορίστηκε στο Δημόσιο, χωρίς ΑΣΕΠ ή εξετάσεις. Εγώ αποτόλμησα την πρόβλεψη ότι μάλλον θα μετακινήθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά ο Σ, ο οποίος είχε πάντοτε μια ροπή προς το λαϊκισμό. Πέσαμε και οι δυο έξω.
Μετά την πρώτη χαλαρή κουβεντούλα, η κουβέντα έπεσε, ως συνήθως, στην οικονομική κρίση. Η Λ., που είναι έμπορος (διατηρεί ανθοπωλείο), μας είπε ότι οι δουλειές δεν πάνε καθόλου καλά. Με το ζόρι συντηρεί το κατάστημα της και τους δύο υπαλλήλους που έχει. Τους τελευταίους τους κρατά, αφενός μεν γιατί λυπάται να τους απολύσει και αφετέρου για να μπορεί κι αυτή να φεύγει λίγο και να ασχολείται με τα δύο εγγονάκια της, τα οποία ανέλαβε να τα πηγαίνει και να τα παίρνει από το σχολείο. Τα έβαλε με τους μετανάστες που πουλούν φτηνά λουλούδια στα φανάρια, με αποτέλεσμα να της κλέβουν τη δουλειά. Της είπα ότι αυτούς τους μετανάστες με τα λουλούδια, τους εκμεταλλεύονται Έλληνες. Αυτοί τους δίνουν τα λουλούδια να τα πουλούν και τους παίρνουν, μετά, το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων. Ο Σ., με τη σειρά του, παραπονέθηκε για τη μείωση της σύνταξης του. Έπαιρνε, λέει, 2.200€ και τώρα έφτασε να παίρνει 1.150€. Ήταν πολύ θυμωμένος. Η μια κουβέντα έφερε την άλλη και ο Σ. άρχισε να τα βάζει κι αυτός με τους ξένους. Τόσο με τους ξένους μετανάστες, όσο και με τους ξένους δανειστές μας. Τους έριχνε όλο το φταίξιμο για την κατάντια μας. Οι ξένοι, συνέχισε, ζήλεψαν την ελληνικότητα μας, τη δυναμικότητα και την εξυπνάδα μας (!). Βάλθηκαν να μας καταστρέψουν, αφενός μεν στέλνοντας μας ορδές λαθρομεταναστών, για να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας (!) και αφετέρου διογκώνοντας ψευδώς το εξωτερικό μας χρέος (!). Εμείς είμαστε αθώες περιστερές, κατά το Σ. Δεν φταίξαμε σε τίποτε. Η λύση για τους μετανάστες είναι, κατ’ αυτόν, να τους φορτώσουμε όλους, μέχρι τον τελευταίο, σε καράβια και να τους στείλουμε πίσω στην Τουρκία, μέσω της οποίας έφτασαν στη χώρα μας. Του αντέτεινα ότι αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί, παρά τις μεταξύ μας συμφωνίες, η Τουρκία δεν τους δέχεται πίσω. Για να μπορέσουμε να τους διώξουμε, λοιπόν, πρέπει πρώτα να μάθουμε τα πραγματικά τους ονόματα, να τους αναγνωρίσει ως υπηκόους της η χώρα προέλευσης τους και ακολούθως να εκδοθούν ταξιδιωτικά έγγραφα, ώστε να απελαθούν. Η διαδικασία δεν είναι εύκολη και απαιτεί χρόνο. "Ε, τότε, αν δεν τους δέχεται η Τουρκία, να τους ρίχνουμε στη θάλασσα, εκεί κοντά στα παράλια της και να τους εγκαταλείπουμε", μου απάντησε. Ο άντρας μου κι εγώ κοιταχτήκαμε, μένοντας άναυδοι. "Μα, βρε Σ. μου, αυτά που λες τα λέει η Χρυσή Αυγή", του είπα. "Και τι έχει η Χρυσή Αυγή, μια χαρά κόμμα είναι", μου απάντησε. "Ίσως είναι η λύση στο πρόβλημα μας"!! Η γυναίκα του συμφωνούσε με τις απόψεις του συντρόφου της.
Φύγαμε απογοητευμένοι. Αν και δεν το ομολόγησαν καθαρά και ξάστερα, καταλάβαμε ότι είχαμε να κάνουμε με δύο ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Όμως, όχι, δεν δέχομαι ότι ο Σ. και η Λ. έγιναν, ξαφνικά, φασίστες. Πιστεύω ότι εξακολουθούν να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που η οικονομική κρίση τους αποδιοργάνωσε εντελώς και τους έκανε ξενοφοβικούς. Ψηφίζουν δε τους φασίστες, γιατί ελπίζουν ότι αυτοί θα τους απαλλάξουν από αυτούς που φοβούνται. Τους ξένους.
------------------------------------------------
Σημείωση: Το περίεργο είναι ότι ο Σ. είναι Αρβανίτης. Δεν κατάγεται, δηλαδή, απευθείας από τον Περικλή, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Οι πρόγονοι των σημερινών Αρβανιτών έφτασαν από τη νότια Αλβανία στον ελλαδικό χώρο, μετά το 13ο μ.Χ. αιώνα. Σιγά σιγά προσαρμόστηκαν, αφομοιώθηκαν από το γηγενή πληθυσμό και εξελληνίστηκαν πλήρως. Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον γιατί τώρα ο Σ. φοβάται τόσο πολύ τους ξένους και μιλά για συνομωσίες κατά της ελληνικότητας μας.