Svoboda | Graniru | BBC Russia | Golosameriki | Facebook

Translate

Thursday, August 22, 2024

Η κραυγή...

 


Διήγημα

    -Μέγας κόσμος απέθανεν! Ερεβώδης και άδηλος, ο που ήρχετο...-

   Ο Θέμης ευρίσκετο εις το πατρικόν του. Είχεν υπάγη εκείνο το πρωινό να κουράρει τον αυτάδελφόν του, όπως έκαμε καθημερινώς. Εις αναπηρικό αμαξίδιον ο αδελφός, εξ' αιτίας ασθενείας. Είχεν περάσει μίαν θυελλώδη γρίππην, έμεινε κατασταλθείς με τεχνικήν αναπνευστική υποστήριξη δύο και ήμισυ μήνας εις την εντατικήν εις τους Αγίους Αναργύρους των Αθηνών και έκτοτε δεν εκατόρθωσε να ορθωθεί. Όμως ο ατυχής, είχεν και άλλα. Ότε ήτο εις τον στρατόν, είχεν εκδηλώσει ψυχικήν νόσον, η οποία πολύ εταλαιπώρησε και τον ίδιον και την οικογένεια. Ενίοτε εγένετο βίαιος και επιθετικός, διότι εκατατρέχετο υπό φανταστικάς μανίας καταδιώξεως, χάνοντας κάθε λογικήν... Πολλοί έλεγον πως... από αυτό το μαράζι έφυγεν η καλή μήτηρ των. Όπως και ο πατήρ. Αφ' ης στιγμής όμως έπεσεν εις αναπηρίαν, ήτο πιο εύκολα διαχειρίσιμος. Ο Θέμης εφρόντιζε να του δίδει καθημερινώς τα φάρμακά του και ο Μιχάλης δεν διέφερε πια από έναν υγιή άνθρωπο. Εσυζητούσε κανονικώς όπως όλοι, εφρόντιζε τον εαυτό του όπου εδύνατο, ενίοτε εμαγείρευε πρόχειρα φαγητά και πολλές τον έβλεπαν να παίζει κιθάρα -ήτο επιδέξιος- και να τραγουδά, εις το μπαλκόνι του οίκου του. Είναι παράξενο πόσο ένα μικρό χάπι Αλοπεριντίν, ημπορή να διατηρήσει έναν άνθρωπο που πάσχει από τοιαύτην ψυχικήν νόσον,  υγιήν, σχεδόν φυσιολογικόν. 
   Αφ' ης στιγμής λοιπόν απέθανον οι γονείς των, ο Θέμης εφρόντιζε τον αδελφό του και επήγαινε εις το πατρικόν του δύο, τρεις και τέσσερις φοράς την ημέραν. Διά να του δώκει τα φάρμακα, να του κάμει ένα μπάνιο, να του πάει φαγητό, να του κόψει σύκα. Στο ίδιο χωριό διέμενε άλλωστε και εκείνος με τη γυναίκα και τα τέκνα του. Αγαπούσε όμως τον αδελφό του, γιατί άλλον από την πρώτη του οικογένεια δεν είχε. Τον ήθελε να υπάρχει εκεί εις το πατρικό και ας ήτο υποχρεωμένος να τον φροντίζει καθημερινώς και να εκπληρεί τας ανάγκας του, χάνοντας πολλές από τες ελευθερίες του...

   Εκείνο το πρωινό λοιπόν, ο Θέμης είχε δώσει το Αλοπεριντίν και ήμισυ Ακινετόν εις τον Μιχάλη και εσυζητούσαν πως έπρεπε να αλλάξουν τον καφέ. Μανιώδης καπνιστής ο Μιχάλης, έφτιαχνε πολλούς καφέδες την ημέραν διά να συνοδεύει τα σιγαρέτα του, με αποτέλεσμα να μην εκοιμάται καλώς τας νύκτας. Οπότε ο Θέμης του επρότεινε να πάρουν ντεκαφεινέ, όπου δεν έχει καφεΐνη... και ας έφτιαχνεν έπειτα, όσους καφέδες ήθελε...
   Εκεί επάνω, ηκούσθη η κραυγή... Ήτο ανατριχιαστική! Σαν να ήρχετο από το υπερπέραν. Θολή και βραχνέα, σα να εκπορευόταν εκ ερεβώδους σπηλαίου. Γυναικεία... Σπαρακτική... Κι έπειτα πάλι σιωπή...
  Ό Θέμης και ο Μιχάλης απέμειναν ως αγάλματα. Αλληλοκοιτάχτηκαν δι' ολίγον έντρομοι, μα γοργά ο Θέμης, ευγήκεν εις την βεράνταν της μονοκατοικίας. Τον ηκολούθησε και ο Μιχάλης με το αμαξίδιον. Απόλυτη ησυχία εις τη γειτονιά. Ερημία. Η ώρα θα ήτο περί της δεκάτης πρωινής, μα γύρω δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα... Από πού ήλθεν λοιπόν αυτή η κραυγή; Ο Θέμης στράφηκε εις τον αδελφό του...
-Την άκουσες και συ ρε ή ήταν ιδέα μου;
-Τι ιδέα σου ρε;; Και βέβαια την άκουσα! Παναγία μου!...Τι ήταν αυτό;;

   Το χωρίον των, καθώς και η γειτονιά του πατρικού, είχον έμβη εδώ και έτη εις μελανόν καιρόν. Πού η παλαιά πολυκοσμία, πού η πάλαι ποτέ ζωντάνια... οι άνθρωποι. Το χωρίο άδειαζε. Μόνο θάνατοι και διόλου γεννήσεις. Το περασμένον έτος συνέβησαν εις το χωρίο δεκαεπτά θάνατοι -πέντε εξ΄αυτών νέων- και μόνον μία γέννησις. Οσμή παρακμής εβασίλευε παντού. Και ερημία. Εις την γειτονιά των, εις ολίγους μόνον οίκους εδιατηρείτο ζωή. Πολλοί ήσαν σφαλιστοί, εφόσον οι ηλικιωμένοι παλαιοί αφέντες των, είχον αποθάνει και οι κληρονόμοι εζούσαν εις Αθήνα ή εις άλλας πόλεις. Ένιαι οικίαι τις είχον ενοικιάσει, μετανάσται εκ του Πακιστάν, εκ του Μπαγκλαντές, έτι και εκ του Νεπάλ τελευταίως. Δεν ήτο πια αυτό οπού ήξευραν το χωριό των. Μόνο μνήμαι... Μνήμαι και μνήματα...
   Όμως, από πού ημπορεί να ήλθεν αυτή η κραυγή; Εις τον δρόμο δεν εκινούτο μήτε κύνας. Μία γαλή μόνον λιαζόταν εις την κολώνα της μάντρας. Αριστερά, εις το πάλαι ποτέ οσπίτιον του Γιώργου Λάμπρου, όπου διέμενεν εκεί με τη σύζυγο και τας θυγατέρας του, δεν υπήρχεν ψυχή. Μόνον μία τσέτα Πακιστανών πια, οι οποίοι τέτοιαν ώραν έλειπον εις αγροτικάς εργασίας. Η δε θύρα των, ήτο ερμητικά κλειστή. Έναντι διέμενεν ο παιδικός φίλος του Θέμη, Σωτήρης. Όμως τέτοιαν ώρα έλειπεν και εκείνος εις τους αμπέλους του. Ψυχή δεν υπήρχεν πια και εκεί, αφού οι γονείς του Σωτήρη... ο μπάρμπα Ντίνος και η θεία Νίτσα, είχον αποθάνει. Δεξιά, το ερημικό πέτρινο, του μπάρμπα Πανάγου και της θείας Μαρίας. Αποδημήσαντες εις Κύριον εδώ και πολλά έτη. Η δε εναπομείνουσα θυγάτηρ  των, εζούσε εις την Αθήνα... σπανίως ήρχετο πια. Πιο κάτω και εκεί ερημία. Το σπίτι των Παναήδων, όπου εζούσε πια μόνος, εις τυφλός εγγονός. Έρημοι και σφαλιστοί  παρακάτω οι οίκοι του μπάρμπα Πέτρου Δαούτη και της θείας Κούλιας, όπου ενίοτε διέμενεν άλλη μία τσέτα μεταναστών εκ του Μπαγκλαντές. Έρημοι και οι οίκοι του μπάρμπα Μιχάλη και της Ιφιγένειας, του Αγαμέμνονα και της Σιδερής. Όλοι νεκροί... 
   Ο Θέμης έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε εις μίαν καθέκλαν της βεράντας. Και όμως, δεν ήσαν πάντοτε έτσι τα πράγματα... Το χωρίο προ είκοσι ετών, έσφυζεν από ζωή! Η γειτονιά των μία οδός φωτός, όπου κάθε οίκος ήτο μια ευτυχισμένη κυψέλη! Γέροντες και γραίαι εις τας αυλάς και βεράντας εσυζητούσαν, δραστήριοι μεσήλικες επηγαινοέρχοντο με τρακτέρ και αυτοκίνητα, με μικρά κοπάδια αμνοεριφίων... Τα παιδία -πολλά παιδία- την εσπέραν εσυνάζοντο εις σημεία της οδού και έπαιζον διάφορα παιχνίδια... Κυνηγητό, κρυφτό, ποδόσφαιρο, βεζύρη, τα μήλα... παιχνίδιον όπου ενίοτε ελάμβαναν μέρος και μεγάλοι. Φωναί και γέλια παντού. Οι άνθρωποι ήσαν μονιασμένοι και δεμένοι, ο καθείς κατανοούσε τας δυσκολίας του άλλου, αι γυναίκαι οπού ευρίσκοντο την ημέρα εις τας αγροτικάς εργασίας και δεν είχον προκάμει να ζυμώσουν, δεν το είχαν κακό να δανεισθούν μισό καρβέλι, ντομάτες, αυγά από την γειτόνισσα. Την άλλην τα επέστρεφαν φυσικά... Οι άνθρωποι εμοιράζοντο δίκαια το φως του ηλίου, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον εις το κόψιμο του πατατόσπορου, εις τον τρύγον, εις τα κρόμμυα, τον καπνόν. Οι οίκοι ήσαν ανοικτοί εις όλους! Ουδείς θα επίστευε εκείνην την εποχή, πως όλα θα εγίνοντο εντός ολίγων ετών καπνός, πως το χωρίο θα εμαράζωνε ως σταφίδα... πώς θα άλλαζε εντελώς το χρώμα και τον χαρακτήραν του, με τόσους μετανάστας εξ ανατολής, πως οι εναπομείναντες θα ησθάνοντο τόσο μόνοι, τόσο παραμελημένοι από τας κυβερνήσεις, όπου έδιδαν την εντύπωση ουχί μόνο πως δεν ενδιαφέρονται διά την κατάστασιν του χωρίου και των χωρίων της υπαίθρου εν γένει, μα το χείριστο... πως δεν είχον καν επίγνωσιν αυτής της καταστάσεως. Το μόνο οπού δεν παρέλειπαν να δηλώνουν εις τας τηλεοράσεις, ήτο πως εκείνοι δεν ήσαν νατιβισταί...

   Ο μοναδικός οίκος όπου ήτο έτι εν ζωή εις αυτήν την οδόν, ήτο ο οίκος της Αθηνάς και της θυγατρός της. Υπανδρευμένη με τον Πάρη -αστυνομικό- η Σπυριδούλα, είχαν και δύο υπέροχα παιδία. Τον Γιαννάκη και την Αθηνούλα. Μόνον η δική τους αυλή εθύμιζε λοιπόν, κάτι από τα παλαιά. Ο Γιαννάκης έπαιζεν με την αδελφή του τα απογεύματα, κρυφτό, μπάλα, εφώναζαν, εμάλωναν, εγελούσαν... Τα καλοκαίρια εκαταβρέχοντο με το λάστιχο της βρύσης, κοντολογίς η οικία των ήτο ευτυχής και η μόνη που αντιστεκόταν με πείσμα, εις τον γενικόν μαρασμόν. Όμως σήμερα και αυτά τα παιδία έλειπαν εις το σχολείο, οι γονείς των στας εργασίας των και η γραία Αθηνά είχεν υπάγη εδώ και αρκετάς ημέρας, στα πατρικά της μέρη εις τα ορεινά της Καρδίτσης...
    Από πού ήλθεν λοιπόν αυτή η κραυγή;
   Οι δύο αδελφοί απέμειναν αρκετήν ώρα εις την βεράντα, προσπαθώντας να δώκουν μίαν λύσιν εις το ανεξήγητον του φαινομένου, μα δεν τα κατάφεραν. Μήπως ήτο κάποια περαστική γυνή που δεν επρόλαβαν να ιδούν; Και διατί εκραύγασε; Μήπως συνέβη κάποιο κακό, που δεν εγνώριζον ακόμη; Ή μήπως ήτο κάποια μεταφυσική δραστηριότης, όπου παραδόξως η ενέργειά της, επηρέασε και τους δύο; ...
  Κάπως έτσι αορίστως, έκλεισεν εντός του το ζήτημα ο Θέμης και δίχως να εύρη απαντήσεις, εσυνέχισεν την ζωή του. Ώσπου ελησμόνησεν εντελώς το ζήτημα...

   Θα επέρασεν ένα έτος. Μίαν ημέραν, όδευε από την πλατεία πάλι προς τον αδελφό του. Καθώς επλησίαζε όμως εις το πατρικό του, συνάντησε εις το διπλανό σπίτι, την Βούλα. Ήτο παλαιά γειτόνισσα των παιδικών του χρόνων. Θυγάτηρ του μπάρμπα Πανάγου και της θείας Μαρίας -έτη τώρα συγχωρεμένων- και είχε υπανδρευθή εις τας Αθήνας. Όσο ζούσε ο Φώτης ο άνδρας της -ένας ζωντανός, αεικίνητος και χωρατατζής ανήρ- επισκέπτονταν συχνά το χωριό και ήνοιγαν το μικρό σπίτι των γονέων. Μετά την απώλεια και αυτού, αι επισκέψεις αραίωσαν. Όμως η Βούλα απώλεσε το περασμένο έτος και την αδελφή της Σοφία. Εμφάνισε αίφνης ειλεό εκείνη και κατά την διάρκεια μιας αποτυχημένης εγχειρίσεως, δυστυχώς εχάθη. Ο Θέμης μάλιστα είχε παραστεί και εις την κηδεία της, εις τας Αθήνας...
   Η Βούλα λοιπόν, καλοστεκούμενη αλλά εβδομηντακονταετής πια -ο Θέμης ως παιδίον την ενθυμείτο κοπέλα, οπού πολλές έβγαινεν με την αδελφή της και έπαιζον όλοι μαζί εις τον δρόμο τα μήλα- ήτο ακόμη ψυχολογικό ράκος. Αφού εχαιρετίσθησαν εγκαρδίως, είπεν στον Θέμη πως ακόμη δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί τον αιφνίδιον θάνατον της ηγαπημένης αδελφής. Αλήθεια, ήσαν πολύ δεμέναι. Του εξομολογήθη ακόμη, πως προ ενός έτους περίπου, ήλθεν μόνη διά μίαν δίωρην επίσκεψιν εις ταύτην την οικίαν... μα ότε ήνοιξε την θύραν, ησθάνθη τέτοιαν απελπισίαν αντικρίζοντας το βουβό εσωτερικόν του πτωχού πατρικού, οπού δεν άνθεξε. Την πλημμύρισαν αίφνης αι μνήμαι των παιδικών ετών, των γονέων, του απωλεσθέντος συζύγου, της αδελφής, τόσαι εορταί, τόσα Πάσχα... Χριστούγεννα, κουβένται, γέλωτες, αστεϊσμοί, τραγούδια... βεγγέραι με γείτονας, συγγενείς και γειτόνισσας... τόσα περιστατικά... ευωδιαί, μύρια συναισθήματα... Απόμεινε εις την θύρα, θωρώντας με τρόμο την παρούσα σιωπή... τα βουβά έπιπλα, το κενό ντιβάνι, το κλειστόν παράθυρον, την σβηστήν πατρογονικήν εστίαν και συνειδητοποίησε πως όλοι πια είχον φύγει διά παντός, ήτο η μόνη οπού έμενε να σηκώσει το βάρος απεράντου μνήμης... Συνειδητοποίησε πως ο χρόνος ήτο μέγας φονεύς και εκείνη ορθή αλλά έρημη, ανάμεσα σε νεκρούς, θύμησες και ερείπια! 
   Απόμεινε εκεί εις την θύραν... Δεν ημπόρεσε να κάμει βήμα εντός... Και χωρίς να το θέλει, ξεπήδησε εκ βαθέων της, η ρειθήσα κραυγή...
   



Γιώργος Πύργαρης
22 Αυγούστου 2024


Thursday, August 1, 2024

Στον Ίωνα Δραγούμη

 


Τα δέντρα τα υψηλά, όσοι ζηλεύουνε
και διατάζουνε κρυφά τους ξυλοκόπους
να τα κόψουν...
με αίμα ποτίζουνε τη γη

και αν σκεπάζουν οι φονιάδες το κακό
με ατιμιές, με φρύγανα και φύλλα
και τρέχουν στις φωλιές τους 
να κρυφτούν, σα μαύρα φίδια
τους ξέρουμε δα...
(με τα ονόματά τους 
τα μεγάλα και μικρά)...

Δειλοί και μοχθηροί
όσοι σκοτώνουν 
τέτοια δέντρα...

Μα εκεί που πέφτουν
σαν φάροι ορθώνονται ξανά
όπου ακόμη και τη νύχτα την κακιά
-που η φωτιά κι η προδοσιά λυσομανά-
εκείνοι φωτίζουν την ελπίδα...

Την προσμονή φωτίζουν μιας αυγής 
που λέξεις όπως... "δίκιο"
"γκοβέρνο"... "λευτεριά"
δε θάναι ψέμα...


1 Αυγούστου 2024

Sunday, July 28, 2024

Το θρονί...

 



   Ο Κώτς Ματθαίος, ήτο γέρων. Παλαιός πολεμιστής. Εις την νεότητά του είχεν βιώσει συνεχείς πολέμους εις τον βορράν και την ανατολή. Και πού δεν επήγε... Τώρα, εις την δύσιν του βίου του -εφόσον είχεν υπανδρεύση τας θυγατέρας του- ησύχαζεν εις τον καφενέν και απολάμβανε μετά της γραίας του, την γαλήνην του οίκου των, όπου εντός του υπήρχεν φυσικά και εστία. Τον χειμώνα, η παραστιά δεν ήσβηνε ποτέ. Ο γαμβρός του, ο οποίος διέμενεν εις γειτνιάζουσα οικίαν, τον επρομήθευε αφειδώς με πλήθος καυσοξύλων, κομμένων εκ του όρους, όπου εις τας ρίζας του ίστατο το μικρό χωρίον των. Ο Κώτς Ματθαίος επερνούσε αρκετάς ώρας της ημέρας έμπροσθεν της πυρός, καθήμενος εις το ηγαπημένο θρονί του, το οποίον είχεν ο ίδιος κατασκευάσει με τας χείρας του, πριν από αρκετά έτη, υπό ξύλου καρυδιάς. 
   Η εστία ήτο η ζωή των δύο γερόντων. Εκεί εθερμαίνοντο, εμαγείρευον, συζητούσαν και πότε πότε φιλονικούσαν ως φιλονικούν ανωδύνως μεταξύ των, οι γέροντες. Εκείνου όμως, του ήρεσε πολύ να ευρίσκεται έμπροσθεν της πυρός εις το θρονί, όπου επάνω του είχε δέσει και έν μαξιλάριον ως σαμάρι, διά να εκάθεται εις τα μαλακά. Έψηνεν καστάνους, πλακόπιττας και ενίοτε ίσως και χοιρινά κοψίδια, τα οποία εσυνόδευε πάντα μετά ξανθού ρητινούχου οίνου, όπου επαρασκεύαζε ο ίδιος κάθε Σεπτέμβριον εκ των σαββατιανών αμπέλων του, μετά επιμόνου προσοχής, καθαριότητος και μαεστρίας.
  Μίαν των ημερών όμως, ήλθον τα πάνω κάτω. Επιστρέψας ο Κωτς Ματθαίος από τον καφενέν, καθήμενος εις το θρονί του διά να θερμανθεί έμπροσθεν της πυρός -έξω είχεν ηρχίσει να πίπτει χιών- επρόσεξε πως εκείνο ήτο κάπως ασταθές. Εσηκώθη και το περιεργάσθη. Δεν ήργησε να συμπεράνει, πως εκ της πολυκαιρίας είχεν φαγωθεί ο εις πους του θρονίου από την μίαν πλευράν και τούτο ήτο το αίτιον που εκείνο εσείετο. Δεν επτοήθη ο γέρων. Επήγε εις την μικράν κάμαρην όπου εφύλαγεν κάμποσα εργαλεία, πήρε έν πριόνιον και επέστρεψεν εις το καθιστικόν της παραστιάς. Θα έτρωγε ολίγον τον έτερον πόδα του θρονίου και ούτε γαλή, ούτε ζημία. Η κανονικότης θα επανήρχετο πάλιν εις την οικίαν του. Ήσκυψε λοιπόν και ήρχισε να σιγοπριονίζει τον έτερον πόδα. Όταν όμως ετελείωσεν και εκάθισε επάνω να το δοκιμάση, πάλιν το θρονί εσείετο. Δεν εστέκετο σταθερό εις τον τόπον του. Μάλλον το επήρε πολύ... Ο γέρων το εσήκωσεν, το έφερε εις το ύψος των οφθαλμών και αφού ησφάλισεν τον έναν, προσπάθησεν να εύρη το προεξέχον ελάττωμα εις τον έναντι πόδαν, τον οποίον έφαγε και τούτον κομμάτι, με το πριόνιον. Όταν εδοκίμασε όμως... πάλι το θρονί εσείετο...
   Επαιδεύθη έτσι ο γέρων, ικανήν ώραν. Μία έτρωγε με το πριόνι τον έναν πόδα, μία τον άλλον. Μα ισορροπία δεν ευρίσκετο... Τέλος, το θρονί είχε χαμηλώσει τόσο, όπου επιτέλους κατενόησε πως ακόμη κι αν έβρισκε τελικώς ισορροπία, θα ήτο εντελώς άχρηστον. Ήτο πια τόσον χθαμαλόν, όπου εκούραζε περισσότερον, παρά εξεκούραζε τον αναβάτην του. Το επήρε λοιπόν, απήλλαξε το ξύλο από το σαμάριον και το έριξεν στην πυρά, όπου έκαιγεν σιμά του...
   -Άντε στο διάβολο! Γέρασες παλιόξυλο! είπεν ο Κώτς Ματθαίος και πλησίασε στο τζάκι μίαν καθέκλαν.
   Εκεί εκάθισεν, παρηκολουθώντας κάμποσην ώρα αμίλητος το θρονί -όπου τόσα έτη επέρασεν πάνω του- να καίεται. Αι φλόγαι το τύλιξαν απνεύστως και σιγά σιγά το κατέπιναν....
  -Μωρέ και γω σαν και σένα κουτζάθηκα! Σε λίγο καρτέρα με! είπεν τέλος ο Κώτς Ματθαίος απευθυνόμενος στο θρονί, όπου εγένετο έμπροσθέν του άνθραξ και στάκτη...


(Ολοκληρώθη την 28η Ιουλίου 2024)

Friday, July 12, 2024

Το... Καραϊσκάκη!

 


Το γηπεδάκι μας πού πήγε το μικρό
που γέμιζε την Άνοιξη γρασίδι
δε μας πείραζε που ήτανε στραβό
μας πήγαινε το πιο όμορφο ταξίδι...

Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Ένα μικρό κομμάτι γης στενό, ανάμεσα σε μάντρες και σπίτια. Και μάλιστα επικλινές. Αν άφηνες την μπάλα να φύγει από ψηλά, κατέβαινε με χίλια κάτω. Κι όμως... αυτό το μικρό κομμάτι γης, είχε ένα φοβερό πλεονέκτημα. Την Άνοιξη γέμιζε, γρασίδια και μικρά χορτάρια. Και χαμομήλια ακόμη, που μοσχομύριζαν κι ευώδιαζαν παντού. Έφτανε λοιπόν αυτό το τρομερό πλεονέκτημα, για να μας κάνει να υιοθετήσουμε τούτο το μικρό κομμάτι γης και να το κάνουμε... το γηπεδάκι μας! Και επειδή ήταν πράσινο, γεμάτο γρασίδι, τούχαμε δώσει και όνομα. Καραϊσκάκη! Ήταν το Καραϊσκάκη της γειτονιάς μας. Όμως γιατί Καραϊσκάκη και όχι Φιλαδέλφεια ή Λεωφόρο; Μα γιατί οι Ολυμπιακοί ήταν πάντα περισσότεροι. Αυτός ο άτιμος ο Υβ είχε παρασύρει εκείνα τα χρόνια, λεφούσια παιδιών προς το στρατόπεδο του Ολυμπιακού. Εμείς οι ΑΕΚτζήδες και οι Παναθηναϊκοί, λιγότεροι. Δε μας περνούσε να έχουμε λόγο στην ονομασία του γηπέδου. Όπως και νάχε όμως, αυτό το γηπεδάκι ήταν ο παράδεισός μας! Τότε που ήμασταν ακόμη άγγελοι...
Χωριζόμασταν συνήθως από τη μια οι Ολυμπιακοί που όπως είπαμε ήταν οι περισσότεροι, από την άλλη ΑΕκτζήδες και Παναθηναϊκοί. Ήταν τόσο μεγάλη η συμμαχία αυτή ΑΕΚτζήδων και Παναθηναϊκών εκείνον τον καιρό, που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα. Ναι, αυτή η συμμαχία που υπάρχει ακόμη, δεν οφείλεται σε κανέναν μετέπειτα ορθολογισμό, σε καμιά επιπλέον γνώση, ούτε στις λαδιές αργότερα διαφόρων προέδρων. Προέρχεται από τότε. Έχει σφυρηλατηθεί στις αλάνες των παιδικών μας χρόνων. Ήμασταν οι λίγοι έναντι των πολλών. Κάτι σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα, απέναντι στους χιλιάδες Πέρσες του Ξέρξη! Γιατί έτσι βλέπαμε τους Ολυμπιακούς. Σαν Πέρσες που έρχονταν με ορμή και αλαζονεία καταπάνω μας να μας πείσουν για το μεγαλείο τους ή πως έχουν την καλύτερη ομάδα και έπρεπε να τους προσκυνήσουμε ή να γίνουμε και μεις Πέρσες. Όμως αντιδρούσαμε. Με πείσμα! Δεν υποτασσόμασταν! Γιατί ξέραμε πως ο κόσμος θα ήταν πολύ μονότονος και ίσως πιο βάρβαρος, αν υπήρχαν μόνο Πέρσες.
Τις διαφορές μαζί τους βέβαια, τις λύναμε στο γήπεδο. Το ένα ημίχρονο αυτοί ψηλά -είπαμε το γήπεδο ήταν επικλινές- το άλλο εμείς. Στη κατηφόρα πήγαινες φουλ. Είχες πέντε γκολ παραπάνω σιγουράτζα. Σαν μπόνους γιατί η βαρύτητα ήταν με το μέρος σου. Όταν ήσουν στην κάτω μεριά όμως, δύσκολο. Άντε ν' ανεβάσεις την μπάλα στην ανηφόρα! Τρώγαμε τα λυσσακά μας όμως. Έπρεπε να νικήσουμε τους Πέρσες. Αλλάζαμε κι ονόματα. Ο ένας από μας ήταν ο Δομάζος, ο άλλος ο Ελευθεράκης, εγώ ο Παπαϊωάννου. Οι άλλοι τα ίδια. Αφού μάλωναν μεταξύ τους κάνα τέταρτο για το ποιος θα είναι ο Υβ τελικά κατέληγαν. Υβ ο ένας, Λοσάντα ο άλλος, Βιέρα, Αργυρούδης και πάει λέγοντας. Παίρναμε άλλη δύναμη υιοθετώντας τα ονόματα των ινδαλμάτων μας. Νιώθαμε πως είχαμε πάρει μαγικό φίλτρο, σα να έμπαινε κάποιος άλλος μέσα μας. Και μ’ αυτό το όνομα φώναζε ο ένας τον άλλον, όσο διαρκούσε ο αγώνας...
-Δώσε πάσα Ελευθεράκη!
-Τάκλιν! Κάνε τάκλιν Συνετόπουλε!
-Μπράβο! Ωραίο μπλοζόν Κελεσίδη!
-Ρε Δομάζο, κάτω απ' τα πόδια στην πέρασε;
Οι μπάλες μας πότε πλαστικές, πότε δερμάτινες. Κακομεταχειρισμένες, πολυκαιρισμένες. Στις δερμάτινες εξείχαν τετράγωνα πετσιά,  που στα σουτ πετάριζαν κι έκαναν έναν περίεργο θόρυβο στον αέρα, οι πλαστικές συνήθως σκασμένες γιατί έπεφταν πολλές φορές πάνω σε τριανταφυλλιές που είχαν αγκάθια. Μα παίζαμε και μ' αυτές, έτσι όπως είχαν χάσει το αρχικό τους σχήμα και είχαν μεταμορφωθεί. Άλλες είχαν αυγουλοποιηθεί, άλλες εντελώς παραμορφωθεί. Και σκληρές. Άμα έτρωγες καμιά στα μούτρα, ζαλιζόσουν.  Πείσμα αβυσσαλέο όμως για το ποιος θα νικήσει.  Για να μην υποστεί μετά την καζούρα. Οι νικητές μαζεύονταν όλοι μαζί, πηδούσαν, φώναζαν και κορόϊδευαν τους ηττημένους. Δεν παίζαμε με ώρα. Συνήθως παίζαμε ποιος θα φτάσει πρώτος τα δεκαπέντε-είκοσι γκολ. Πολλές φορές σουρούπωνε, έπεφτε νύχτα και δεν είχαμε τελειώσει. Ακόμη και με φεγγάρι είχαμε παίξει. 
Μια μέρα μας την έφεραν οι Πέρσες. Ένας αγώνας που πήγαινε απ΄την αρχή ισοπαλία. Ένα γκολ εμείς, ένα αυτοί. Σε κάποιο σουτ δικό τους, η μπάλα πέρασε τουλάχιστον είκοσι πόντους έξω από τη πέτρα που είχαμε για τέρμα κι αυτοί άρχιζαν να φωνάζουν σα να είχε μπει γκολ. Και ήταν το τελευταίο. Το δέκατο πέμπτο! Έτρεξαν λοιπόν ψηλά, μαζεύτηκαν όλοι μαζί κι άρχισαν να χοροπηδούν σα να είχαν νικήσει. Όσο κι αν διαμαρτυρηθήκαμε πως η μπάλα είχε περάσει άουτ δεν τόκαναν καλά. Ο Πιτσιρίκης που ήταν ο Υβ εκείνη την ημέρα, έσπρωξε μάλιστα τον Σωτήρη που ήταν ο Δομάζος. Ο Δομάζος έπεσε κάτω. Οι Ολυμπιακοί κοροϊδεύοντάς μας άρχισαν να αποχωρούν. Έφυγαν και οι δικοί μας. Απόμεινα εγώ κι ο Δομάζος στο Καραϊσκάκη...
-Ρε Δομάζο δεν ήταν γκολ, αλλά την άλλη φορά θα τους σκίσουμε! του είπα για να τον παρηγορήσω.
Ο Δομάζος δεν είχε σηκωθεί ακόμη από κάτω. Καθόταν έτσι κι ανάσαινε βαριά.
-Παπαϊωάννου, είσαι να κάνουμε μια δουλειά; είπε.
-Τι δουλειά Δομάζο;
-Να πάμε να κατουρήσουμε τον Υβ!
Στα τούβλα του τοίχου μιας οικοδομής εκεί κοντά, είχαν γράψει με λευκή μπογιά οι Ολυμπιακοί δύο λέξεις με μεγάλα γράμματα: ΥΒ ΥΒ...
Δε το σκέφτηκα πολύ.
-Πάμε!
Ξεκινήσαμε. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Φτάσαμε στην οικοδομή. Οι λέξεις ΥΒ ΥΒ ήταν στο ύψος περίπου ενός μέσου άντρα. Πώς θα κατουρούσαμε εκεί πάνω; Δίπλα είχε ένα σωρό με τελάρα. Πήραμε τελάρα και τα βάλαμε το ένα πάνω στο άλλο. Στο τέλος ανεβήκαμε. Ο Υβ βρισκόταν πια ανυπεράσπιστος στο έλεός μας. Τις βγάλαμε κι αρχίσαμε να κατουράμε τα γράμματα. Στο τέλος κατεβήκαμε και θαυμάσαμε το έργο μας. Δύο υγρές ακανόνιστες κηλίδες, είχαν περικυκλώσει τις λέξεις που διαφήμιζαν το μεγαλύτερο ίνδαλμα των Ολυμπιακών. 
-Πιες κάτουρο τώρα Υβ! είπε ο Δομάζος, βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης. 
Είχαμε πάρει την εκδίκησή μας. Πήγαμε πάλι στο Καραϊσκάκη. Ξαπλώσαμε στο γρασίδι. Στον γαλανό ουρανό είχαν αρχίσει να λάμπουν δειλά τα πρώτα αστέρια.
-Παιχτάρα ο πούστης όμως... είπε ο Σωτήρης.
-Ποιος;
-Ο Υβ Τριαντάφυλλος.
-Ναι είναι...
-Θα ήθελες να τον είχε η ΑΕΚ;
-Ουουουουουου με χίλια!
-Και γω θα ήθελα να τον είχε ο ΠΑΟ...


Thursday, January 18, 2024

Τα χωριά που πεθαίνουν...




-στη Γαρυφαλλιά-


Εκεί, βρέχει μόνο τη νύχτα
σα να ντρέπεται να βρέξει στο φως
σα να μη θέλει να χάσει ο ήλιος
την ευωχία της θλίψης...
 
Δεν ακούγεται σ΄αυτά 
τα χωριά, κλάμα μωρού
γάμου τραγούδι...
κουράστηκαν να κουβαλούν
νεκρούς, στα κυπαρίσσια...
 
Έμειναν τόσοι λίγοι...
Βαριοί, σαν  αγάλματα τώρα
βουλιαγμένοι στη θύμηση
καρτερούν την καμπάνα 
της επόμενης απουσίας...


Sunday, November 12, 2023

Ανόητη λήθη...

 

  Στα παιδικάτα μου, ήταν αλλιώς ο κόσμος. Εμείς στα χωριά, όχι μόνο διατηρούσαμε λίγα οικόσιτα που μας παρείχαν γάλα, τυρί, αυγά, κρέας, μα είμασταν συνηθισμένοι και με τη σφαγή τους. Άπειρες φορές θυμάμαι τη μάνα να χάνεται λίγη ώρα στην πίσω αυλή και να επιστρέφει με ένα πανέρι γεμάτο με σφαγμένα κοτόπουλα, πάπιες, γαλοπούλες, κουνέλια. Αλλά και ο πατέρας έσφαζε στη πίσω αυλή το χοιρινό των Χριστουγέννων ή αρνιά κάθε τόσο. Εκείνος μάλιστα επέμενε να με έχει βοηθό του σε κάθε σφαγή. Πιάναμε το αρνί και το γυρίζαμε στο πλάι. Ο πατέρας το πατούσε στη μέση με το γόνατο και το έσφαζε. Ούτε θυμάμαι πόσους σφαγμένα αρνιά έχω δει στη ζωή μου. Να ρέει το αίμα από τον κομμένο λαιμό και κείνο το άμοιρο να σφαδάζει για λίγο και μετά να παραδίνεται εντελώς άψυχο. Μετά το κρεμούσαμε σε ένα τσιγκέλι και ο πατέρας το έγδερνε και αφαιρούσε τα σπλάχνα... 
   Συνηθισμένος σε τέτοιες εικόνες ήμουν, αλλά δεν ξέρω αν εξοικειώθηκα ποτέ μαζί τους. Κι ας είμαι αμετανόητος κρεατοφάγος. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι εξοικειώνονται πραγματικά ποτέ με τη σφαγή του θύματός τους. Κάποτε μιλούσα με έναν μεγαλοκτηνοτρόφο. Θάχει σφάξει με τα ίδια του τα χέρια, χιλιάδες αμνοερίφια...
  -Ξέρεις σε πόσα έχω χαρίσει τη ζωή τελευταία στιγμή; μου είπε.
  -Γιατί; ρώτησα.
  -Μερικά δακρύζουν, κλαίνε! Δε μπορώ να τα μαχαιρώσω, τ΄αφήνω, φεύγουνε!
  Θα τον έλεγες ψυχρό μετά από τόσες σφαγές μιας ολόκληρης ζωής, που στο κάτω κάτω είναι η δουλειά του, ζει τα παιδιά του μ΄αυτήν. Κι όμως έρχονται στιγμές που λυγίζει και κείνος. Δεν είναι όσο εύκολο φαίνεται, να είναι κανείς θύτης. 
   Καλύτερο βέβαια, από το να είναι θύμα...

   Θα ήμουν γύρω στα τριάντα πια, όταν με φώναξε μια φορά ο πατέρας να τον βοηθήσω να σφάξει ένα τραγόπουλο. Ήταν θυμάμαι ένα μαύρο, γυαλιστερό, όμορφο ζωντανό, μ΄ ένα γενάκι κάτω από το σαγόνι. Όμως όταν το πιάσαμε και πριν το ρίξουμε κάτω, ο πατέρας αντί να πάρει τη συνηθισμένη του θέση, με έβαλε εμένα μπροστά...
   -Σήμερα θα το σφάξεις εσύ! Έκανες τη δική σου οικογένεια τώρα. Πρέπει να μάθεις!
   Και μου έδωσε το μαχαίρι! Τα έχασα. Πήγα να αρνηθώ, αλλά ντράπηκα. Αν αρνιόμουν μπορεί να θεωρούσε πως δεν ήμουν άξιος να θρέψω την οικογενειά μου. Έπιασα το τραγόπουλο και το γύρισα στο πλάι. Ο πατέρας κρατούσε τα πίσω πόδια. Έβαλα το γόνατο στη μέση του και έριξα αρκετό από το βάρος μου πάνω του. Όταν όμως έπιασα το κεφάλι του, να το ξανοίξω προς τα πίσω για να φανερωθεί καλύτερα ο λαιμός, εκείνο άρχισε να σπαρταρά και να τρέμει από τον φόβο του. Το ένιωθα ανήμπορο στο έλεός μου, ένιωθα το τρέμουλο να διαπερνά όλο του το κορμί και να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα και το δικό μου πόδι. Κάτι μέσα μου έλεγε να πετάξω το μαχαίρι και να τρέξω μακριά. Έριξα ένα γρήγορο βλέμμα στον πατέρα. Ήταν σκυμμένος στα καπούλια του ζώου και περίμενε σοβαρά να δει τι θα κάνω. Όχι, δεν μπορούσα να φύγω. Θα ήταν λιποταξία. Θα ήμουν ανάξιος. Δεν έφτιαξα εγώ αυτόν τον κόσμο, ήμουν απλά μέρος του και έπρεπε να αποδεχθώ τους νόμους του. Έπρεπε να θρέψω και γω τα παιδιά μου. Όμως αυτό το τρέμουλο με συντάραζε. Γιατί να είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος; Δε θα έφευγα. Δε θα πετούσα το μαχαίρι. Έπρεπε όμως να τελειώσει γρήγορα και το μαρτύριο αυτού του απροστάτευτου ζώου, που συνέχιζε να τρέμει από φόβο στα χέρια μου. Έφερα γρήγορα το μαχαίρι στο λαιμό του και τον έκοψα. Κόπηκε πολύ πιο εύκολα, απ΄ ό,τι περίμενα. Το αίμα άρχισε να ρέει στο χώμα. Για ένα δύο λεπτά το ζώο σπαρταρούσε στα χέρια μου, το κρατούσα με δύναμη λες και μπορούσε να φύγει. Η αντίδρασή του όμως όσο πήγαινε λιγόστευε, έχανε τη δύναμη του, μέχρι που ακινητοποιήθηκε εντελώς. Σκούπισα κι απ΄τις δύο μεριές το μαχαίρι από το αίμα, πάνω στις μαύρες τρίχες του νεκρού ζώου και σηκώθηκα ανακουφισμένος. 
   Δεν ξανάσφαξα ζωντανό. Όταν θέλω κρέας, πηγαίνω στον χασάπη. Ξέρω όμως πως δεν αλλάζει κάτι αυτό. Ακόμη κι έτσι, είναι σα να το έχω σφάξει εγώ. Με το αόρατο χέρι μου. Το ίδιο ένοχος με τον κάθε δήμιο. Απλά, δεν αντέχω τόση αμεσότητα. Προτιμώ την ανόητη λήθη...

Sunday, November 5, 2023

Ο Νικόλας ο μαρμαράς

 


διήγημα (πορτραίτο)

  Ο Νίκος ο μαρμαράς, φίλος καλός. Λαϊκός τύπος, εξωκαρδιά. Ίσιος άνθρωπος, αλλά πότης και με μεγάλες ατυχίες στη ζωή του. Είχε χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον μικρότερο αδερφό του, τον Γιαννάκη. Ίδια ηλικία με μένα ο μικρός. Είκοσι δύο χρονών έφυγε. Ζούσε στην Αθήνα, μα πέρασε με κόκκινο μια νύχτα το φανάρι και σκοτώθηκε. Με μηχανή. Του στοίχισε πολύ αυτός ο θάνατος του Νίκου. Τρομάξαμε να τον συνεφέρουμε. Συγκλονιστήκαμε κει μεις απ΄αυτό το ξαφνικό. Μετά το δυστύχημα, έφυγε και κείνος από την Αθήνα και επέστρεψε στο χωριό. Να είναι τουλάχιστον κοντά στους ηλικιωμένους και βαθιά πικραμένους γονείς του. Μα αν είχε μια έφεση μέχρι τότε στο ποτό, μετά το δυστύχημα το παράκανε. Πολλές φορές μας κούραζε, να τον μαζεύουμε απ΄ την αυτοκαταστροφή και την κραιπάλη εκείνης της πρώτης περιόδου του πένθους. Λιώμα γινόταν. Όμως ο χρόνος είναι γιατρός λένε. Σιγά σιγά βρήκε τους ρυθμούς του στο χωριό. Έπαιρνε δουλειές τριγύρω, κουτσά στραβά τάφερνε βόλτα. Έπινε συχνά, αλλά πολλές ήταν και νηφάλιος. Χιουμορίστας ο Νίκος και μυαλό ξυράφι. Η φιλοσοφία του ήταν λίγα και καλά. Όσα έπιανε τα χάλαγε σε φαί, κρασί και γλέντια. Είχε κάνει από νωρίς τις επιλογές του. Δεν είχε σκοπό να παντρευτεί. Η φιλοσοφία του ήταν... αφού δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας, δε χρειάζεται να σκοτωνόμαστε. Να ζούμε σα σπουργίτια. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Ίσα να περνάμε καλά κι ας είναι και φτωχά. Μα η φτώχεια θέλει καλοπέραση! Γι΄αυτό... πιάσε δυο ΄΄μπύρους΄΄ κάπελα και τα λεφτά στον τρύγο!
   Τα χρόνια που ακολούθησαν, κάναμε πολύ παρέα. Του είχα δώσει και δουλειές στο σπίτι. Να βάλει τα μάρμαρα στο μπαλκόνι και στην εξωτερική σκάλα, να μου αλλάξει τα πλακάκια στο σαλόνι. Καλός μάστορας όταν ήταν νηφάλιος, αλλά καμιά φορά έκανε τα δικά του. Δούλευε τρεις μέρες καλά, την τέταρτη την κοπανούσε ξαφνικά για να πιει. Πήγαινε στον καφενέ, γινόταν κουνουπίδι και ερχόταν μετά να συνεχίσει μεθυσμένος τη δουλειά. Κι έτσι όπως ήταν, τα έκανε μαντάρα...
   Μια φορά, τον έβαλε η γυναίκα μου και ξήλωσε πέντε μέτρα μάρμαρα. Γιατί ενώ όλα πήγαιναν ρολόι μέχρι ένα σημείο στο ανατολικό μπαλκόνι, ξαφνικά τα μάρμαρα άρχιζαν να ανηφορίζουν σα να του είχαμε παραγγείλει, πως θέλουμε να κάνουμε εκεί μότο κρος. Τα είχε βάλει μεθυσμένος φυσικά.
   -Θα τα φάω με τη μηχανή αργότερα... και θα τα φέρω... φέρω ίσια! έλεγε ψευδίζοντας από το κρασί στη γυναίκα μου.
  -Τι να φας με τη μηχανή ρε; Ολόκληρο λόφο έκανες στο μπαλκόνι! Τώρα! Ξήλωσέ τα τώρα! Μετά πήγαινε να κοιμηθείς κάνα δυο μέρες και όταν ξεμεθύσεις, έλα να τα βάλεις σωστά! του είπε θυμωμένη η γυναίκα μου.
   Ήθελε δεν ήθελε ο Νικόλας, τα ξήλωσε. Και όταν ξεμέθυσε, ήρθε και τα έβαλε σωστά. 
  Είχε κάνει πολλά τέτοια. Κάποτε έφτιαξε πρωί πρωί τη λάσπη μέσα στο σαλόνι μιας κυρίας, για να βάλει τα πλακάκια και πετάχτηκε απέναντι στο καφενείο να πιει ένα τσίπουρο στο πόδι...
  -Ένα στα γρήγορα για να ζεσταθούμε κυρά! Κάνει ψοφόκρυο σήμερα! Μέχρι να πεις κίμινο, θα είμαι πίσω!
  Επέστρεψε μετά από μια βδομάδα! Το τσιμέντο εν τω μεταξύ  είχε ταρατσώσει στο σαλόνι της κυρίας και τρέχανε να το σπάσουνε με κομπρεσέρ. Κατά τ΄ άλλα καλός μάστορας... 


   Αυτά για εισαγωγή. Μα δεν άρχισα να γράφω για τον Νίκο σήμερα, για να τον παινέσω ή να τον κατηγορήσω για τα μαστορικά του. Θέλω να δώσω απλά μια εικόνα αληθινή, για έναν φίλο καλό που στην τελική δεν έκανε σε κανέναν άλλον κακό με ορισμένες επιλογές του, παρά μονάχα στον εαυτό του. Στις παρέες ήταν περιζήτητος. Γιατί είχε καλή καρδιά. Με την ευστροφία του, με τα καλαμπούρια του, με τα ρεμπέτικα τραγούδια και τις απίθανες ιστορίες του. Εμένα με έλεγε ποιητή. Έκανε παρέες από δημάρχους μέχρι παρακατιανούς, χωρίς να διακρίνει...
  -Μην καμαρώνει κανένας! Ο καιρός έχει γυρίσματα και όλοι ήμαστε παιδιά του ίδιου Θεού! έλεγε καμιά φορά.
   Χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχοαυτόνομο πια, μετά από μακρά θητεία στο ΚΚΕ στη νεανική του ηλικία κι ένα σωρό πολιτικές περιπέτειες. Κάποτε τον σάπισαν στο ξύλο, κάτι παρακρατικοί. Τον παράτησαν σε μια ερημιά να πεθάνει, βάζοντας και μια τεράστια πέτρα πάνω στο κεφάλι του. Σώθηκε από θαύμα. Αλλά τα τελευταία χρόνια δεν πίστευε ούτε στην αριστερά, ούτε στη δεξιά, ούτε πουθενά. Μιλούσε για αριστερούς και δεξιούς φασίστες. Μην ακούς μπαρούφες, τα ίδια σκατά είναι όλοι! Δε θεωρούσε πως η πολιτική και οι πολιτικοί μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Μόνο να χαλάσουν τον κόσμο μπορούνε αυτοί! Τελευταία δήλωνε αναρχοαυτόνομος. Χωρίς να πιστεύει όμως πραγματικά, ούτε στην... αναρχοαυτονομία. Αν με ρωτούσες ποια ήταν τελικά η φιλοσοφία του, θα σου έλεγα πως κινούνταν ανάμεσα στη λιτότητα του Διογένη και στην ευδαιμονία του Επίκουρου. Μπορούσε το ίδιο άνετα να ζήσει με ελάχιστα, μέσα σε ένα πιθάρι, όπως και με πολλά σε ένα παλάτι που βούλιαζε στην αφθονία και την ηδονή. Προσαρμοζόταν παντού ο Νικόλας...
   Κάποτε, προς έκπληξη όλων μας, αποφάσισε να γίνει ψάλτης! Τον είχαμε χάσει εκείνη την άνοιξη. Δεν άφησε Χαιρετισμούς, Κυριακές, εσπερινούς, όρθρους. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, χωμένος στο δεξί ψαλτήρι του Αη Γιώργη, ανάμεσα στους άλλους ψαλτάδες! Ούτε κρασιά, ούτε ποτά. Τίποτα! Σοβαρός σοβαρός, καλοντυμένος και όχι με τα πρόχειρα ρούχα της δουλειάς όπως τον είχαμε συνηθίσει, έβγαινε μετά την εκκλησιά με την παρέα του παπά και των ψαλτάδων. Πήγε μέχρι και τη Μεγάλη Βδομάδα αυτή η δουλειά. 
   Τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του Επιταφίου, στρίψαμε με τον Ψηλό για ουζάκια στην πλατεία. Η βραδιά ήταν υπέροχη, ανοιξιάτικη. Πασχαλινές ευωδιές είχαν κατακλύσει τη μικρή μας πλατεία, μαζί με τις μυρωδιές από ψητά χταποδάκια, γαρίδες και καραβίδες. Κόσμος πολύς επέστρεφε κατά παρέες από την εκκλησία και έπιανε τραπεζάκια στην καφετέρια Ζυγός και κάτω από το πλατάνι, για να απολαύσει τα νόστιμα θαλασσινά του Γεωργίου. Χωριανοί που είχαν έρθει από την Αθήνα και άλλες πόλεις, αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς, φίλοι που είχαν καιρό να βρεθούν, χαιρετιούνταν και συζητούσαν γελαστοί αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ, που παρά τα πάθη και τη σταύρωση του Χριστού, έδειχνε χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Εξ άλλου, όλοι περίμεναν σε λίγο το Πάσχα. Αύριο θα ετοίμαζαν τα αρνιά, τα κλήματα και τις σούβλες...
  Όταν σχόλασε εντελώς η εκκλησία, εμφανίστηκε και ο μαρμαράς. Χαμογελαστός, νηφάλιος, με το πουκαμισάκι του στην τρίχα και το παντελόνι με τσάκιση. Ήρθε στο τραπέζι μας. Του είχα σκαρώσει δίστιχο. Τον περίμενα στη γωνία για τις απουσίες...
   -Ο Νίκος ο μπεκροκανάτης - αποφάσισε να γίνει ψάλτης! 
   Του το κοπάνησα. Γύρισε και με κοίταξε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, ενώ το πρόσωπό του πήρε τον συνήθη μορφασμό πρώιμου θριάμβου, όταν ετοιμαζόταν να πει κάτι σπουδαίο τάχα...
   -Ποιητής εκ του προχείρου, έχων την μορφή του χοίρου!... ξεφώνησε και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
   Όμως, νομίζω πως κάπου εκεί, έληξε και η θητεία του ως ψάλτης. Όχι εξ αιτίας του δικού μου δίστιχου φυσικά, απλά γιατί τότε έκλεισε  μάλλον, ο σύντομος κύκλος της συναναστροφής του με τα θεία...

    Είχε μεγάλο ταλέντο στη μαγειρική. Δεν ήταν μόνο καλοφαγάς, ήταν και δημιουργός. Και ως -από φυσικού- φιλήδονος, ήταν μαέστρος και στα γευστικά. Ιδιαίτερα στις σούπες. Περί αυτού λοιπόν, ήθελα να μιλήσω εξ αρχής σήμερα, αλλά περιέτρεξα κάπως από δω κι από κει, για να δώσω σαφή εικόνα του σπουδαίου ανδρός και εσαεί φίλου, Νικόλα του μαρμαρά...
   Ήταν αρχές Νοέμβρη νομίζω, προχωρημένο Φθινόπωρο. Είχε βρέξει την προηγούμενη μα δεν είχε ξεκόψει. Ετοιμαζόταν πάλι. Ο μαρμαράς με είχε βρει από νωρίς και με είχε καλέσει το βράδυ στο σπίτι του για φαγητό. Στην υπόγα. Είχε αγοράσει πόδια μόσχου, όπου με τον μυελό, με τα κολλαγόνα του και τα λοιπά, ευελπιστούσε να μας προσφέρει σπουδαίο έδεσμα! Το απογευματάκι όμως εκείνης της ημέρας, είχε έρθει στο πατρικό, καλός φίλος του πατέρα μου και είχαμε κι εκεί τραπεζώματα. Αποξεχάστηκα λοιπόν στο πατρικό, έφαγα, ήπια. Και μόνο όταν σουρούπωσε για τα καλά, θυμήθηκα τον μαρμαρά. Αισθανόμουν βέβαια χορτάτος, αλλά θα πήγαινα στην υπόγα του για την παρέα. 
   Άφησα το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του κοντά στο πεύκο, ενώ είχε αρχίσει πάλι να βρέχει. Στο υπόγειο βρήκα στρωμένους ήδη στο μικρό τραπέζι, τον Ψηλό και τον γέρο Αποστόλη, τον πατέρα του Ψηλού. Και τον μαρμαρά φυσικά, που ανακάτευε κεφάτος μια κατσαρόλα που έβραζε πάνω σε ένα πρόχειρο γκάζι. Η σύναξη είχε αποφασιστεί να γίνει στο υπόγειο, για να μην ενοχλήσουμε τους γέροντες γονείς του μαρμαρά, που κατοικούσαν στο επάνω σπίτι.
   -Καλώς τον ποιητή! Στρώσου! Σε λίγο βγαίνει η σούπα! Βάζω τις τελευταίες πινελιές... Πάρε ό, τι κρασί θες, από τα βαρέλια δίπλα! Λευκό αριστερά, κόκκινο δεξιά!
    -Εγώ φαγωμένος είμαι! Για την παρέα ήρθα! είπα και κάθισα στο μικρό τραπεζάκι του υπογείου, που ίσα ίσα χωρούσε τέσσερα άτομα.
   -Καλά, δοκίμασε τη σούπα του μαρμαρά και μετά πάρε απόφαση! είπε ο Νίκος και έριξε μέσα στην κατσαρόλα λίγο κριθαράκι. 
Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν τυρί και ελιές. Γέμισα το ποτήρι μου κατ΄ευθείαν από το βαρέλι, μπρούσκο κοκκινέλι και κάθισα. Τσούγκρισα με τους άλλους δυο συνδαιτημόνες, ενώ αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα. Έξω μπουμπούνιζε και έβρεχε για τα καλά. Σε λίγο έγινε η σούπα και ο Νίκος κοίνωσε στα πιάτα. Εγώ στην αρχή αρνήθηκα, γιατί δεν πεινούσα διόλου, μα εκείνος επέμενε να δοκιμάσω.
   -Τέλος πάντων, βάλε δυο κουταλιές στο πιάτο να μη σε προσβάλλω. 
   Μου έβαλε και δοκίμασα. Έπαθα σοκ! Παραμένει μέχρι σήμερα, μια από τις πιο σπάνιες γευστικές εκπλήξεις της ζωής μου. Πεντανόστιμη, απίθανη... πιπεράτη! Από φυσικού μου όταν έχω φάει, πρέπει να περάσουν πολλές ώρες μέχρι να ξαναβάλω στο στόμα μου κάτι. Εκείνη η σούπα όμως ήταν φοβερή! Σα να την είχε φτιάξει ένας από τους πιο εξεζητημένους σεφ του κόσμου. Του είπα να γεμίσει το πιάτο. Και μετά ζήτησα κι άλλο...
   -Α ώστε θες και περίσσευμα ε;; Και μούκανες τον περήφανο! είπε ο Νικόλας και μου γέμισε για δεύτερη φορά το πιάτο.
    Ήταν ωραία βραδιά. Έξω χαλούσε τον κόσμο στη βροχή που κροταλούσε στην αυλή, ενώ ακούγονταν συνεχώς μπουμπουνητά και κεραυνοί. Και μεις ασφαλείς στην υπόγα του μαρμαρά. Μακάριοι σαν ποντικοί χωμένοι βαθιά στην τρύπα μας, αραγμένοι πάνω σε ζεστά χνούδια, απολαμβάναμε την καταπληκτική σούπα και τα υπέροχα μερακλίδικα κρασιά του. Και τι δεν είπαμε... Παλιές ιστορίες, αστεία, τραγούδια της τάβλας κατά το συνήθειό μας. Θυμάμαι και τον γέρο Αποστόλη, να προσπαθεί κάποια στιγμή να μας πείσει, πως όση στάχτη και αν πέσει από το τσιγάρο στο ποτήρι με το κρασί, δεν παθαίνει κάτι αυτός που θα το πιει. Εμείς αντιδρούσαμε και λέγαμε πως ο άνθρωπος θα είναι για το νοσοκομείο μετά. Ο γέρο Αποστόλης όμως επέμενε τόσο πολύ, που για να μας πείσει, έβαλε εμένα και τον μαρμαρά να ρίξουμε όλη τη στάχτη των τσιγάρων μας στο ποτήρι του. Στην αρχή αρνηθήκαμε μα ήταν τόσο επίμονος και έδειχνε τόσο βέβαιος γι΄αυτό που έλεγε, που τελικά το κάναμε. Ο γέρος σήκωσε το ποτήρι με τη στάχτη και το κατέβασε μονορούφι! Τελικά δεν έπαθε τίποτα! Ούτε εκείνη την ώρα, ούτε τις επόμενες. Και το πρωί, εμφανίστηκε στο καφενείο μια χαρά. 

  Από την τετράδα αυτής της ωραίας βραδιάς, μόνο εγώ ζω πια. Ο γέρο Αποστόλης έφυγε από γεράματα, ο Ψηλός από δυστύχημα και ο μαρμαράς από καρκίνο του ήπατος, πενήντα τεσσάρων ετών. Η ασθένεια ήρθε σιγά σιγά. Πρώτα εμφανίστηκε ένας βαθύς πόνος στα μάτια του. Μετά άρχισε να χάνει κιλά. Μου φανέρωσε κάποτε ο ίδιος ότι δίνει την άνιση μάχη, αν και είχαμε καταλάβει αρκετοί, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένα πρωί όμως μου το είπε...




      - Αδερφέ έχω καρκίνο, αλλά θα το παλέψω κι ό, τι γίνει!
    Και πράγματι το πάλεψε παλικαρίσια. Όσο προχωρούσε όμως η ασθένεια, τόσο έφευγε από πάνω του ο παλιός διονυσιασμός του. Μέχρι που πίσω έμεινε μονάχα το απόσταγμα του Νίκου του μαρμαρά. Ένας συνετός και σοφός άντρας που μιλούσε ψιθυριστά κι έδινε συμβουλές. Θυμάμαι εκείνη την εποχή είχα ένα μικρό περιβολάκι στην αυλή μου, με αναρριχώμενες ντομάτες, κολοκύθια και διάφορα ζαρζαβατικά. Του άρεσε να έρχεται εκεί. Καθόμασταν στον ίσκιο, του έφερνα μια πορτοκαλάδα -μόνο πορτοκαλάδα έπινε πια- και τα λέγαμε. Καμία σχέση με τον άλλοτε πότη και γλεντζέ...
    -Δεν έχω από κανέναν παράπονο. Μόνος μου έφαγα το κεφάλι μου. Ας όψονται οι ουσίες και τα ποτά. Δεν έχει καμία σημασία όμως να πω, ότι μετανιώνω για κάτι. Ω γέγονε... γέγονε!
    Δεν είδαν πολλοί αυτήν την πλευρά του Νίκου. Τη συνετή, τη σοφή, τη σπουδαία. Γιατί άρχισε να μη εμφανίζεται πια συχνά στην πλατεία και τα καφενεία, όπως παλιά. Είχε πάρει τον ανήφορο του γολγοθά του και τον ανέβαινε μόνος, έχοντας ελάχιστους δίπλα του. Και ένας από αυτούς τους ελάχιστους, ήμουν κι εγώ.
   Δε θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Καθόμασταν ένα μεσημέρι στην καφετέρια και ξαφνικά είδα το κεφάλι του να σκάει λίγο από το στενό. Μας κοίταξε για τρία δευτερόλεπτα. Σήκωσα το χέρι και τον κάλεσα. Διέκρινα για κλάσματα του δευτερολέπτου, τον δισταγμό του. Από δω η ζωή, πίσω ο θάνατος. Διέκρινα στα μάτια του την επιθυμία να έρθει προς εμάς, να έρθει προς τη ζωή, αλλά φαίνεται δεν μπορούσε. Η καρδούλα του τόξερε. Ήταν βασανιστικό να μας βλέπει ξέγνοιαστους εκεί, ενώ εκείνος πονούσε σωματικά και μετρούσε μέρες. Χωρίς να απαντήσει στο νεύμα μου, τράβηξε απότομα το κεφάλι και χάθηκε ξανά από το οπτικό μου πεδίο. Κατάλαβα πως τον άρπαζε πια η άλλη πλευρά. Εκείνη τη στιγμή, αποχαιρέτησε τη ζωή που αγαπούσε τόσο και στράφηκε πίσω ολομόναχος, για να διανύσει τα τελευταία μέτρα της ύστατης, πικρής ανηφοριάς. Λίγες ώρες αργότερα, μάθαμε πως τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, γιατί είχε αφόρητους πόνους. Σε δύο ημέρες -μέσα σ΄ ένα σύννεφο ανακουφιστικής μορφίνης- έσβησε για πάντα ο Νικόλας ο μαρμαράς...

   Δεν ξέρω ποιον από τους δύο Νίκους προτιμώ. Τον διονυσιακό, τον πότη, τον γλεντζέ, τον ετοιμόλογο, τον εύστροφο, τον υπερβολικό ή το απόσταγμά του, τον συνετό, σοφό ψιθυριστή, που μούδινε συμβουλές τελευταία, για τα φυτά και τη ζωή. Όσο περνούν τα χρόνια, ξέρω ότι μου λείπουν και οι δύο. Είναι κάποιοι άνθρωποι, που όταν φεύγουν, αδειάζει κάτι από την ατμόσφαιρα γύρω και ο μαρμαράς ήταν ένας απ΄αυτούς. 
   Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες για τον παράδεισο. Οι περισσότεροι φαντάζονται έναν τόπο γαλήνιο όπου στους πράσινους κήπους του, βολτάρουν όλοι οι καλοί άνθρωποι και συνομιλούν. Εγώ λέω, πως ο παράδεισος πρέπει να είναι, όπως θέλει ο καθένας να είναι. Ο δικός μου -όταν κλείσω κι εγώ τα μάτια μου- είναι να βρεθώ ξαφνικά σε ένα εξωτικό νησί. Σε μια υπέροχη ακρογιαλιά, όπου δίπλα της θα βρίσκεται ένα ξύλινο μπαρ. Να παίζει τρομπέτα σε μιαν άκρη ο Miles Davis και να δύει ο ήλιος. Και καθώς πλησιάζω, να βλέπω στα σκαμπό του πάγκου τον μαρμαρά και τον Ψηλό. Να με κοιτάζουν χαμογελαστοί και να γεμίζουν βότκα το ποτήρι μου, ενώ γύρω να λικνίζονται αργά σε ρυθμούς τζαζ, ωραίες μαύρες και λατίνες...



(5/11/23)
Γιώργος Πύργαρης

Saturday, October 21, 2023

Ο λαγός του Ματαφιά

 


-διήγημα-


   Όταν έφτασα στη Λέσβο τον Σεπτέμβριο του '89, για να συνεχίσω τη θητεία μου ως έφεδρος αξιωματικός, δεν είχε κοπάσει ακόμη στους στρατιωτικούς κύκλους, ο θρύλος του Στρατηγού Ματαφιά. Είχε υπηρετήσει στο νησί πριν λίγα χρόνια, αφήνοντας πίσω τεράστιο οχυρωματικό και εκπαιδευτικό έργο. Γι' αυτό ο θρύλος του κρατούσε ακόμη. 
   Ακούγαμε απίστευτες ιστορίες γι' αυτόν. Τον έτρεμαν όλοι! Δίκαιος μα αυστηρός απέναντι σε στρατιώτες και αξιωματικούς. Πατριώτης. Δεν υπολόγιζε κανέναν μπροστά στο καλό της πατρίδας. Ούτε κυβερνήσεις, ούτε πρωθυπουργούς. Είχε δε, μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους απλούς στρατιώτες. Κυκλοφορούσε η φήμη, πως είχε εγκλωβιστεί κάποτε στην Κύπρο από τους Τούρκους και αυτοί που τον έσωσαν ήταν στρατιώτες και όχι αξιωματικοί. Από τότε "έτρεχε" άγρια τους αξιωματικούς. Λέγονταν κι άλλα πολλά. Για σχέσεις με τον Οτσαλάν και τους Κούρδους, για μυστικές επιχειρήσεις πέραν του ελληνικού χώρου, για απίστευτες οχυρώσεις στις νήσους, για ξαφνικές εφόδους όπου μπορεί κανείς να φαντασθεί... Άγρυπνος. Δεν κοιμόταν ποτέ. Λεγόταν πως ήταν επικηρυγμένος από τους Τούρκους κι ένα σωρό άλλα. Τώρα τι απ' αυτά έστεκε πραγματικά και τι όχι, ένας Θεός ξέρει... Πού τελείωνε η αλήθεια και άρχιζε ο μύθος, μόνο όσοι τον γνώρισαν από κοντά μπορούν να μας πουν. Εμείς το '89, νιώσαμε μόνον την αύρα του. Σα να είχε φύγει ο κομήτης και να είχε αφήσει πίσω την αστρόσκονή του...
    Δε θα διηγηθώ όμως σήμερα κάτι σημαντικό από τη ζωή του ή κάτι από τα τρελά και θαυμαστά που ακούγονταν κατά καιρούς για κείνον. Θα διηγηθώ μια ευτράπελη ιστορία του, όπως μου τη διηγήθηκε ένας Συνταγματάρχης πεζικού, που υπηρετούσε τότε μαζί του...

  Μία ημέρα λοιπόν, εμφανίσθηκε στο στρατηγείο, ένας Μυτιληνιός και θέλησε να δει τον Στρατηγό. Οι στρατιώτες της φρουράς ειδοποίησαν και ο Ματαφιάς έδωσε την άδεια να ανέβει ο άνθρωπος -που βαστούσε μία σακούλα στο χέρι- στο γραφείο του...
   -Καλημέρα Στρατηγέ μου!
   -Καλημέρα σας! απάντησε ο Ματαφιάς, τι θα θέλατε; 
   -Στρατηγέ μου, σας έχω σε μεγάλη εκτίμηση. Κάνετε τόσα για το νησί μας και επειδή είμαι κυνηγός, σας έφερα έναν λαγό. Είναι λάγαρος όμως! Πάνω από τρία κιλά! Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σας Στρατηγέ μου... Εμείς οι Μυτιληνιοί σας χρωστάμε μεγάλες χάρες!
   Χαμογέλασε ο Ματαφιάς. Αγαπούσε τους ανθρώπους του λαού. Και ο ίδιος άλλωστε, δεν βαστούσε από πρίγκιπες. Από λαϊκή οικογένεια καταγόταν. Πρόσφερε στον άνθρωπο καφέ, τον ευχαρίστησε, τα είπανε για λίγο και ο καθένας πήγε στη δουλειά του. Πριν απ' αυτό όμως, ο Ματαφιάς έστειλε τον λαγό στη Λέσχη Αξιωματικών της Μυτιλήνης, με την εντολή να τον φυλάξουν στην κατάψυξη, ώστε σε πρώτη ευκαιρία να τον φάει με κάποιον φίλο...
   Ο Στρατηγός όμως εκείνη την περίοδο, δεν έσωνε. Πολύ δουλειά. Είχε αναλάβει οχυρωματικά έργα σε επικίνδυνη για απόβαση περιοχή της νήσου και κυριολεκτικά δεν κοιμόταν. Τη νύχτα σχέδια, την ημέρα σκαψίματα και χτισίματα. Χώρια οι ασκήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, βολές, πορείες και νυχτερινές εφορμήσεις, για να διαπιστώσει την ετοιμότητα ταγμάτων και φρουρών της στρατιάς του. Μία στην Καλλονή, μία στο Μανταμάδο, μία στη Μόρια, την άλλη στην Πέτρα και την Προβοσκίδα. Λαγοκοιμόταν για λίγο στις διαδρομές με το τζιπ ο Στρατηγός και το πρωί, πάλι απ' την αρχή. Κοντολογίς ο λαγός ξεχάστηκε στην κατάψυξη της λέσχης Αξιωματικών Μυτιλήνης...


   Στις 8 Νοεμβρίου όμως εκείνου του έτους της δεκαετίας του 1980, η πόλη γιόρταζε όπως κάθε χρόνο, την απελευθέρωση της από τους Τούρκους -το 1912. Την ημέρα των Ταξιαρχών. Λειτουργίες, δοξολογίες και φυσικά παρέλαση στο λιμάνι, αξιωματικών και στρατιωτών του Ματαφιά. Ο οποίος παρακολούθησε περήφανος τα παλικάρια του -που παρήλαυναν και έτρεμε η γη- από ένα σημαιοστόλιστο βάθρο στην παραλιακή, μαζί με τις αρχές του τόπου πλησίον του Νομάρχη, ο οποίος εκτιμούσε και κείνος, ιδιαίτερα τον Στρατηγό.
   Όταν τελείωσε η παρέλαση, όλοι οι επίσημοι έσπευσαν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν τον κύριο Ματαφιά για την άψογη εμφάνιση του στρατεύματος. Εκείνος όμως που έδειχνε πιο ενθουσιασμένος απ' όλους, ήταν ο Νομάρχης...
   -Τα συγχαρητήρια μου Στρατηγέ! Με εσάς εδώ, το νησί μας αισθάνεται ασφαλές περισσότερο από κάθε άλλη φορά!
   -Ευχαριστώ πολύ κύριε Νομάρχα, δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά το καθήκον μας... απάντησε ο Ματαφιάς. 
   -Όμως Στρατηγέ μου...
   -Παρακαλώ...
   -Να Στρατηγέ μου! Βρισκόμαστε όλο σε επίσημες εκδηλώσεις. Θα ήθελα μια φορά να τα πούμε πιο χαλαρά, να πιούμε ένα κρασάκι σαν φίλοι βρε αδερφέ!
   Τότε ακριβώς, ο Ματαφιάς, θυμήθηκε τον λαγό! Και χάρηκε. Και κείνος ήθελε να πιει δύο ποτηράκια χαλαρά με τον κύριο Νομάρχη. Εξ' άλλου δεν είχε καθίσει καθόλου όλο το φθινόπωρο και το καλοκαίρι! Για άδεια βέβαια, ούτε συζήτηση εδώ και χρόνια! Λοιπόν, θα τον καλούσε το Σάββατο το βράδυ στη Λέσχη Αξιωματικών, για να φάνε μαζί  αυτόν τον περιφρονημένο μέχρι σήμερα, λαγό...
   -Κύριε Νομάρχα, πέσατε στην περίπτωση! Έχω στη λέσχη αξιωματικών, έναν λαγό τεφαρίκι! Θα δώσω εντολή να τον φτιάξουν στιφάδο. Ραντεβού λοιπόν το Σάββατο στις οκτώ το βράδυ, στη λέσχη αξιωματικών!
   -Έγινε Στρατηγέ! Το Σάββατο λοιπόν... Με κάνετε πολύ χαρούμενο, που θα βρεθώ μαζί σας...


   Το Σάββατο το βράδυ ψιλόβρεχε κι έκανε φοβερό κρύο. Ο Ματαφιάς έφθασε στη λέσχη με το τζιπ και τον οδηγό του, ένα τέταρτο πριν τις οκτώ με στρατιωτική περιβολή. Αλλά με κοντομάνικο πουκάμισο, παρά τη βροχή και το ψοφόκρυο. 
   -Κρυώνω και μόνο που τον βλέπω! ψιθύρισε ο δόκιμος στον λοχαγό δίπλα του, καθώς τον είδε από το τζάμι, να έρχεται με το κοντομάνικο.
   Ο Ματαφιάς μπήκε μέσα χαρούμενος, πρώτον γιατί του άρεσε η βροχή  και δεύτερον γιατί θα έκανε το τραπέζι λαγό στιφάδο, σε έναν άνθρωπο που και κείνος συμπαθούσε πολύ. Στον Νομάρχη, ο οποίος ανήκε μάλιστα στη... δημοκρατική παράταξη. Και ο Ματαφιάς, παρά την αυστηρότητα του, παρά τον τρόμο που ενέπνεε σε αξιωματικούς και στρατιώτες -και περισσότερο στους εχθρούς- στην πραγματικότητα αγαπούσε την ελευθερία και τη δημοκρατία. Και αν ήταν αυστηρός με τους στρατιώτες του, ήταν ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο... Γιατί πίστευε πως πρέπει να είναι πανέτοιμοι να προστατεύσουν την ελευθερία και τη δημοκρατία. Οι στρατιώτες είναι η ασπίδα αυτών των δύο υπέρτατων αγαθών. Και πρέπει να είναι από ατσάλι αυτή η ασπίδα...
   Μπήκε στη λέσχη αφού στην εξώπορτα, σκούπισε για λίγο τα παπούτσια του στο χαλί. Μετά προχώρησε στα ενδότερα, τρίβοντας τα χέρια του. Θα χαλάρωνε για λίγο με τον συμπαθή κύριο Νομάρχη. Η ευαίσθητη μύτη του, ήδη έπιανε στην ατμόσφαιρα, τα αόρατα κύματα μαγειρευτού στιφάδου. 
   -Καλησπέρα! Όλα καλά; ρώτησε τον υπεύθυνο λοχαγό της λέσχης και διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στη τζαμαρία.
   -Καλησπέρα! Μάλιστα Στρατηγέ μου... απάντησε ο λοχαγός.
   -Φέρτε μου ένα ποτήρι κρασί! Μπρούσκο! Βαθύ κόκκινο!
   Ο Ματαφιάς αισθανόταν όμορφα τούτο το βράδι. Έβλεπε τις σταγόνες τη βροχής που έπεφταν πάνω στη τζαμαρία και αισθανόταν μια παράξενη θαλπωρή. Χαμογέλασε με τον εαυτό του. Γερνούσε μάλλον. Εκείνος που είχε φάει με το κουτάλι στη στρατιωτική του ζωή εκστρατείες, σκηνάκια, ασκήσεις στα χιόνια, ανταρτοπόλεμους, εκείνος που είχε πάει στο εξωτερικό εκπαιδεύοντας ξένους μαχητές για το καλό της πατρίδας, που είχε περάσει τόσα και μάλιστα βρισκόταν από το πρωί μέχρι την άλλη μέρα το πρωί στα μέτωπα του αγώνα, αισθανόταν μια παράξενη έλξη για θαλπωρή τελευταία. Ίσως ήταν ώρα να βγει στη σύνταξη. Να φτιάξει ένα σπίτι σ΄ ένα χωριό, να ανάβει το χειμώνα το τζάκι και να μαζεύει τα βράδια φίλους. Όμως όχι, για το Θεό! Βαστούσε ακόμα! Έβραζε το αίμα του! Και η πατρίδα τον είχε ακόμη ανάγκη! Όταν ένας στρατιώτης έφερε το κρασί και δοκίμασε, ένας μικρός θυμός αναδεύτηκε μέσα του και προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις περί... θαλπωρής και σύνταξης, που ένιωσε προς στιγμή να τον κυριεύουν. Ξέσπασε στον στρατιώτη...
   -Το θέλω λίγο πιο κρύο πανάθεμά σας! Βάλε το μπουκάλι για λίγο στην κατάψυξη, μέχρι να έρθει ο Νομάρχης!
   Ο στρατιώτης πήρε το μπουκάλι με το κρασί και έσπευσε να εκτελέσει τη διαταγή του Στρατηγού...
   -Τη βάψαμε! Έχει τα νεύρα του! είπε στον δόκιμο, που περιφερόταν αγχωμένος στην κουζίνα.


   Όμως δεν ήταν αγχωμένος μόνο ο δόκιμος εκείνο το βράδυ. Ήταν και ο λοχαγός και οι μάγειροι και οι βοηθοί και οι στρατιώτες σερβιτόροι. Καμιά δεκαπενταριά άτομα στη λέσχη Αξιωματικών Μυτιλήνης εκείνο το βράδυ, θάθελαν να άνοιγε η γη να τους καταπιεί. Ο λοχαγός μάλιστα, δεν είχε κλείσει μάτι την προηγούμενη νύχτα. Και είχε δίκιο να μην κοιμηθεί. Από τη στιγμή που ήρθε στη λέσχη η διαταγή του Ματαφιά να αποψύξουν τον λαγό που είχε στείλει κάποτε και να τον μαγειρέψουν ώστε να είναι έτοιμος στις οκτώ το βράδυ του Σαββάτου, τους έπιασε όλους πανικός. Απλά γιατί δεν υπήρχε λαγός! Όσο κι αν έψαξαν στις καταψύξεις, όσο κι αν τις άδειασαν και τις ξαναάδειασαν, ίχνος λαγού δε βρέθηκε! Και ενώ όλοι αναλώνονταν με το μεταφυσικό ερώτημα τι μπορεί να έχει γίνει ο λαγός του Ματαφιά, αφού κατά ομολογία όλων δεν τον είχε πειράξει κανείς, κατέφθασε ο δόκιμος με τον λαντζέρη στρατιώτη της λέσχης, τον Καψάλη. Είχαν πάει για ψώνια στην αγορά. ΄Οταν ο Λαρισαίος Καψάλης έμαθε τα καθέκαστα, έδωσε επιτέλους την εξήγηση...
   -Αϊ ρε... θαν αυτούις που πετάξαμ! Κάναμ΄απόψυξ΄ τον Ιούν΄, τουν ξεχάσαμ΄απόξου και βρώμσε!
   Του λοχαγού του ήρθε να τον πνίξει!
   -Και τώρα; Τι κάνουμε  τώρα Καψάλη; Βρες μου λαγό τώρα! Τώρα!!
  -Και πού να τουν εύρω κυρ λουχαγέ; Σάματις είμ΄ κυνηγός; Βλεπ΄ς κάνα δίκανου; Ή τον έχμε δεμένου δώ παραπέρα και μας περιμέν΄;
  Ο λοχαγός και ο δόκιμος έπεσαν σε απόγνωση. Τόφερναν από δω, τόφερναν από κει, λύση δε φαινόταν πουθενά. Αδιέξοδο! Πού να έβρισκαν λαγό μέσα σε λίγες ώρες; Να πούνε στον Ματαφιά πως τον έχασαν, θα τους έπαιρνε ο διάολος. Άσε που μπορεί να νόμιζε, πως του τον έφαγαν κιόλας... Πάνω στην απελπισία τους λοιπόν, υιοθέτησαν την πρόταση του Καψάλη...
  -Ό,τι γίνκε γίνκε κυρ λουχαγέ! Θα πάμι στην αγουρά, θα πάρουμ΄ ένα κνέλι και θα το μαγειρέψουμ΄ στιφάδ΄... Κι ου Θεός βοηθός!
   Γι΄αυτό ήταν σε κατάσταση πανικού οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες της λέσχης στη Μυτιλήνη, εκείνο το Σαββατόβραδο. Δε μαγείρευαν λαγό για τον Ματαφιά... αλλά κουνέλι! Και βρίσκονταν τώρα, ακριβώς σ΄αυτό που είχε πει ο Καψάλης. Στο... ο Θεός βοηθός!


   Στις οκτώ ήρθε και ο Νομάρχης. Μετά τις αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, κάθισαν και κάποια στιγμή, ο Στρατηγός έδωσε εντολή να σερβίρουν. Όταν όμως ήρθαν τα πιάτα και άρχισαν να τρώνε, δεν άργησε ο Ματαφιάς να καταλάβει, ότι αυτό που έτρωγαν δεν ήταν φυσικά λαγός. Κατ΄ αρχήν από το χρώμα. Το κρέας του λαγού είναι μαύρο, ενώ ετούτο ήταν λευκό. Μετά από τη νοστιμιά. Καλομαγειρεμένο ήταν και το κουνέλι βέβαια, αλλά άλλη η χάρη και η νοστιμιά του λαγού. Τι έγινε ο λαγός του; Ο Ματαφιάς άρχισε να βράζει από μέσα του, αλλά προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του, γιατί απέναντί του είχε υψηλό προσκεκλημένο. Ο Νομάρχης από την άλλη, κατάλαβε δεν κατάλαβε τι έτρωγε, ήταν πάντως μέσα στην καλή χαρά... 
  -Και τι νόστιμος ο λαγός Στρατηγέ!... και... Τον έχουν μαγειρέψει τέλεια τον λαγό οι στρατιώτες σου Στρατηγέ! 
   Σα να τόνιζε κάπως παράξενα όμως τη λέξη ΄΄λαγός΄΄ ο Νομάρχης. Μήπως τον δούλευε; Αλλά πάλι, μπορεί να ήταν και ιδέα του. Πάντως το άδειασε το πιάτο του ο Νομάρχης και ο Ματαφιάς έδωσε εντολή να του βάλουν κι άλλη μερίδα, που ο καλεσμένος δεν αρνήθηκε. Σε λίγο χόρτασαν, το κρασάκι άρχισε να κάνει τη δουλειά του και η κουβεντούλα κυλούσε φιλικά και όμορφα περί ανέμων και υδάτων. Άρχισαν να λένε μάλιστα και αστεία και να γελούν τρανταχτά οι δύο συνδαιτημόνες. Όλα έδειχναν τοσο τέλεια, που ο λοχαγός με το δόκιμο που τους παρακολουθούσαν διακριτικά αλλά με κομμένη την ανάσα τόση ώρα, άρχισαν να ξεφυσούν ανακουφισμένοι. Κάποτε όμως πέρασε η ώρα. Ο Νομάρχης σηκώθηκε να φύγει. Ο Ματαφιάς τον ξεπροβόδισε ως την έξοδο και επειδή είχε αρχίσει να βρέχει πολύ, έδωσε εντολή σε έναν στρατιώτη να τον συνοδεύσει με μια ομπρέλα στο αυτοκίνητό του. Όταν το όχημα του επισκέπτη απομακρύνθηκε, ένα ουρλιαχτό έσκισε την αίθουσα της λέσχης...
    -Λοχαγέ!
    Ήταν ο Ματαφιάς που είχε πετάξει στα σκαλιά το φιλικό προσωπείο που φορούσε τόση ώρα για τον φιλοξενούμενό του και τώρα ερχόταν οργισμένος και ακάθεκτος, καταπάνω στον λοχαγό...
    -Μαζευτείτε όλοι! Θα σας σκίσω! Δε θα με κάνετε ρεζίλι εσείς εμένα! Εδώ μπροστά, προσοχή όλοι! 
   Ο λοχαγός, ο δόκιμος και οι στρατιώτες της λέσχης -που πετάχτηκαν σαν ποντίκια μέσα από την κουζίνα- στάθηκαν όλοι προσοχή μπροστά στον Ματαφιά...
    -Τι εντολή έδωσα να φτιάξετε σήμερα λοχαγέ;
    -Λαγό στιφάδο Στρατηγέ μου!
    -Και σεις τι φτιάξατε;
    -Λαγό νομίζω Στρατηγέ μου!
    -Νομίζεις; Νομίζεις; Αν αυτός ήταν λαγός, εγώ είμαι ο Άρης Βελουχιώτης!
  Ο Ματαφιάς άρχισε τον εξάψαλμο. Πως τον έκαναν ρεζίλι, πως ολόκληρος Νομάρχης δεν ήταν κάνα χαζοπούλι να μην καταλάβει πως δεν έτρωγε λαγό αλλά ένα παλιοκούνελο και πως εκτέθηκε ανεπανόρθωτα απέναντι σε έναν καλό φίλο, ο οποίος θα κοινωλογήσει σε όλο το νησί πως ήμαστε άχρηστοι, αφού άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε και πως κοροιδεύουμε τον κόσμο... πως δεν ήμαστε άξιοι ούτε ένα τραπέζι με λαγό στιφάδο να κάνουμε. Ο Ματαφιάς άρχισε να μοιράζει φυλακές. Στον λοχαγό, στον δόκιμο, στους στρατιώτες. Και όταν ένιωσε πως ξέσπασε, γύρισε να φύγει. Η τελευταία λέξη που είπε ήταν... 
    -Άχρηστοι! 
    Μα πριν προλάβει να φτάσει στην εξώπορτα, άκουσε μια φωνή πίσω του...
    -Επιτρέπετ΄ Στρατηγέμ;
   Ο Ματαφιάς στράφηκε πάλι προς τη γραμμή των στρατιωτών, που τελούσαν ακόμη υπό προσοχή.
   -Ποιος; Ποιος μίλησε; ούρλιαξε.
   -Ιγώ Στρατηγέμ! είπε ο Καψάλης κι έκανε ένα βήμα μπροστά.
   Ο Ματαφιάς τον πλησίασε αγριεμένος.
   -Λέγε! Λέγε, τι θες να πεις. Κατ΄αρχήν παρουσιάσου!
   Ο Καψάλης με βροντερή, θαρραλέα φωνή παρουσιάστηκε...
   -Στρατιώτς πεζκού, Καψάλς Νικόλαους!
   -Λέγε, τι έχεις να πεις στρατιώτη πεζικού Καψάλη;
   Εκείνος, με την ιδιαίτερη προφορά του χωριού του, έντιμα και παλικαρίσια, άρχισε να εξηγεί στον Στρατηγό, πώς είχε πραγματικά η υπόθεση. Όλη την αλήθεια. Πως έκαναν απόψυξη το καλοκαίρι, ξέχασαν τον λαγό πίσω από ένα κουτί, ο λαγός μύρισε και τον πέταξαν. Μετά φοβήθηκαν να πούνε την αλήθεια και...
   Ο Ματαφιάς ακούγοντας αυτόν τον γενναίο στρατιώτη που δεν υπολόγισε τίποτα και βγήκε ακόμη και μπροστά από το λοχαγό του για να εξηγηθεί μαζί του, χάρηκε μέσα του. Τέτοιους στρατιώτες ήθελε! Μετά άρχισε να διαλύει  την οργή του, η ιδιαίτερη προφορά του Καψάλη. Τους αγαπούσε αυτούς τους στρατιώτες ο Ματαφιάς. Που είχαν αφήσει τα χωριά τους, γονείς και φίλους, ίσως κοπέλες και αρραβωνιαστικές και είχαν έρθει σ΄αυτά τα νησιά να υπηρετήσουν την πατρίδα. Ναι, τους αγαπούσε. Αυτά τα χωριατόπαιδα έβαζαν στις δύσκολες στιγμές πάντα τα στήθια τους μπροστά. Αυτά τα απλά παιδιά από τα χωριά της Ελλάδας ήταν αγνά και αν γινόταν κάτι θα πολεμούσαν για να υπερασπίσουν μια σπιθαμή γης, σαν σκυλιά. Κοντολογίς, ο Καψάλης με λίγες κουβέντες, με τη φιλαλήθειά του, με την παλικαριά και με την ιδιαίτερη προφορά του, μέσα σε ένα λεπτό τον είχε τουμπάρει τον Ματαφιά. Μα το γλυκό είχε και κερασάκι...
    -Γι΄αυτό Στρατηγέμ αποφασίσαμ ούλοι μαζί, να σας φτιάξμε έναν... ήμερο λαγό!
   Ο Ματαφιάς ήταν ήδη έτοιμος να παραδοθεί και να συγχωρήσει τους πάντες, μετά την παρέμβαση του Καψάλη και να τη γλιτώσουν με μια απλή επίπληξη. Θα έριχνε μόνο πέντε μέρες φυλακή στον λοχαγό, γιατί δεν του είχε πει την αλήθεια. Όταν άκουσε όμως τον Καψάλη να αποκαλεί το κουνέλι... ήμερο λαγό, δεν κρατήθηκε. Ξέσπασε σε γέλια...
   Γύρισε πάλι προς την έξοδο και χωρίς να κοιτάζει φώναξε...
   -Άκυρες όλες οι φυλακές! Μια χαρά τα πήγατε όλοι! Καλό βράδυ!
   Όταν άκουσαν το τζιπ να απομακρύνεται, χαλάρωσαν από τη στάση προσοχής, ανακουφισμένοι. Μόνο ο Καψάλης έφερε μια γυροβολιά γύρω από τον εαυτό του, σα να χόρευε ζειμπέκικο...
   -Πόσο θα έχς τουν Καψάλ΄ ακόμα κυρ λουχαγέ να σι΄ σώνει;;; Χάιντε μωρέ κι έχου έξουδο σήμερα! Θα του κάψουμε με τσ΄ γκόμνες στου λιμάν΄...
      

Γιώργος Πύργαρης
21/10/23

Wednesday, September 27, 2023

Ο γέλως ο γαργαριστός!





                                                      -ένα διήγημα του Γιώργου Πύργαρη-


   Ήτο τάμα ζωής να επισκεφθώ κάποτε την οικίαν του προσφιλούς μου συγγραφέως Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, εις Σκίαθον. Υπήρξεν δι' εμέ, μέγας διδάσκαλος! Ουχί μόνον διά την γλώσσαν και την τεχνικήν της απαραμίλλου γραφής του, ουχί μόνον διά το τερπνόν των θεμάτων του και την ανάδειξιν τόσων και τόσων λαικών ηρώων, αλλά και διά την ηθικήν στάσιν ολοκλήρου ζωής. Την στωικότητα, την καρτερία και την συνέπεια πράξεως και βίου. Την ταπεινότητά του... Και επιτέλους -τι κι αν εγώ ειπώ όσα- ήτο ο Παπαδιαμάντης!... Ο Παπαδιαμάντης! Τελεία και παύλα! Το όνομα και μόνον ηρκεί! Και μόνον τούτο, δύναται να μεταφέρει την αύραν μίας ευφρόσυνης, παρηγορητικής αθωότητος, ως νάμα ζωής! Τάμα πολλών ετών λοιπόν, να επισκεφθώ εις Σκίαθον την οικία του, όπου λειτουργεί σήμερον ως μουσείον...




   Το εκατόρθωσα  κάποτε μετά της συζύγου μου. Εφθάσαμεν εις Σκίαθον με πλοίον από Άγιον Κωνσταντίνον -διαπερνόντες τα στενά Αρτεμισίου- καταμεσήμερον μίας Δευτέρας της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου. Δυστυχώς όμως, αι συγκυρίαι δεν ήσαν άρισται ούτε δι' εμέ εκείνην την ημέραν, ούτε διά την νήσον. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς μας, απώλεσα φίλον παιδικόν. Η κηδεία του θα εγένετο το απόγευμα της Δευτέρας. Το αποφασισμένο ταξείδιον όμως, η προαποστολή χρημάτων διά τα εισιτήρια και τα έξοδα της διαμονής μας, καθώς και αι περιορισμέναι ημέραι αδείας της συζύγου μου, δεν επέτρεπον οιαδήποτε αναβολήν. Έτσι, με ανάμεικτα συναισθήματα εκ της απωλείας του φίλου -ακόμη και ενοχάς οπού δεν θα παρευρισκόμην εις την κηδείαν του- έφθασα εις την νήσον, η οποία δεν ήτο και αύτη εις τα καλύτερα της. Ολίγας ημέρας πριν, είχεν κτυπήσει και αυτήν ο φονικός Ντάνιελ, ο οποίος κατέπνιξεν πρωτίστως ολόκληρον την Θεσσαλίαν. Καρδίτσα, Λάρισσα και Μαγνησία έπαθον ανυπολογίστους ζημίας εις γεωργίαν, κτηνοτροφίαν και διαφόρους επιχειρήσεις. Επανενεφανίσθη η παλαιά λίμνη Κάρλα! Ολόκληρα χωρία επνίγησαν κάτω από τόνους ύδατος. Υπήρξαν δε και αρκετά θύματα. Ολική καταστροφή! Και η νήσος όμως του  προσφιλούς μου συγγραφέως, παρησίαζε και εκείνη εικόναν οικτράν...




   Ιλύς εκ του τυφώνος των προηγουμένων ημερών, ξύλα και αδιευκρινίστου είδους φερτά, ευρίσκοντο κατά μήκος των παραλίων οδών, εις τον παλαιόν και νέον λιμένα της νήσου. Οι καταστηματάρχαι είχον ανεστραμμένας τράπεζας, καθέκλας και πολυθρόνας και επροσπάθουν να καθαρίσωσι τα καταστήματά των, ενώ συγχρόνως διάφοροι εργάται και συνεργεία, έδιδον τον ιδικόν των αγώνα, ίνα επαναφέρουν την νήσον είς την προτεραίαν κατάστασιν. Διότι ήτο σχετικά νωρίς και ανεμένεντο ακόμη πλείστοι ξένοι...
   Υπό τοιαύτας συνθήκας λοιπόν, εφθάσαμεν εις Σκίαθον. Αφού συνεφάγαμεν εις μίαν ταβέρναν προς την ανατολικήν πλευράν του νέου λιμένος, εις την συνέχεια κατηυθήνθημεν εκ της οδού οπού στεφανώνει την πόλη ως διάδημα, προς την περιοχή της Μεγάλης Άμμου, όπου και τακτεποιήθημεν εις τον δεύτερον όροφον, ενός εκ των κτισμάτων του συγκροτήματος Αζελέα. Ευγήκα εις βεράνταν. Εφυσούσεν αήρ και έκαμεν αρκετήν ψύχραν, παράξενην διά αρχάς Σεπτεμβρίου. Η δε θάλασσα -οπού εξετείνετο εμπρός μου- ήτο θολή και κυματώδης. Εκάμαμεν καλά άραγε, που απεφασίσαμεν ταξείδιον υπό τοιαύτας συνθήκας, ελέω καιρού και απροβλέπτου Φθινοπώρου;... Ανηρωτήθην...




 Ηγέρθην ενωρίς την επομένην πρωίαν, κατακλυσθείς υπό μεγάλην αδημονίαν, διότι επρόκειτο επιτέλους να επισκεφθώ την οικίαν του ιερού συγγραφέως. Τάμα ζωής! Είχωμεν αποπειραθεί να την επισκεφθώμεν και την προηγουμένην εσπέραν μα δεν επροκάμαμεν. Κουρασμένοι από το ταξείδιον, κατεκλίθημεν εις το δώμα μας το απομεσήμερον μα ηργήσαμε να εγερθώμεν. Ότε εφθάσαμεν λοιπόν  εις την οικίαν του συγγραφέως, ήτο πλέον αργά. Κυρία του μουσείου εκ του φεγγίτου του υπογείου, μας ενημέρωσεν πως η ώρα ήτο πια περασμένη -όντως εννέα βραδινή- και πως το μουσείον επάνω δεν είχεν ηλεκτρικόν ρεύμα. Οπότε, ακόμη και αν η ιδία ήθελε να παρατείνει δι' ολίγου το σχόλασμα διά χάρη μας, θα ήτο αδύνατον να ειδώμε εν μέσω σκότους, το παραμικρόν εκ της οικίας του συγγραφέως. Δίκαιον είχε βεβαίως. Λοιπόν και αύριον ημέρα ήτο, δεν θα εχάλει ο κόσμος...
  Την πρωίαν όμως ηδημόνων. Ηγέρθην πριν ακόμη προβάλλει ο ήλιος. Ετοίμασα καφέν και εβγήκα πάλιν εις την βεράνταν. Ο ουρανός ήτο καθάριος και επρομηνύετο ημέρα θερμή. Η θάλασσα γαληνή ως ύελος και άφαντος η χθεσινή θολότης. Το θέρος μετά την επέλασιν του τυφώνος, ήτο πάλι εδώ.




 Εκάθισα να απολαύσω τον καφέν, τα σιγαρέττα μου και την ηρεμίαν του εύμορφου πρωινού. Αίφνης ενεθυμήθην διήγημα του Παπαδιαμάντη όπου ανεφέρετο η περιοχή της Μεγάλης Άμμου, εις την οποίαν τώρα ευρισκώμην. Επρόκειτο για τον "νεκρό ταξιδιώτη" όπου πνιχθείς τίς, εξεβράσθη κάπου εδώ, ανάμεσα Μεγάλης Άμμου και ενός καρναγίου ευρισκομένου τότε -εάν εκ του διηγήματος ενθυμούμαι καλώς- στας παραλίους ρίζας του λόφου όπου επάνω του στέκει αιώνας τώρα το κοιμητήριον. Ω πόσην θέλξιν ησθανόμην, να ευρίσκομαι εις μέρη όπου εφώτισεν διά της αθανάτου πένας του, ο μέγας Παπαδιαμάντης! Και μήπως εξ όλων, δεν επήδουν φαντάσματά του; Μήπως καθώς επάτησα λιμάνι, δεν εφαντάσθην εκείνον τον καλόν χαμάλην τον Κακόμην, να είναι μεμιγμένος με τους εργάτας όπου εδιόρθωναν το νησί; Μήπως δεν είδα να περιπατούν ωσάν σκιαί οι ήρωές του; Οι καπετάνιοι του; Ακόμη και εκείνος της Κοκώνας... και του Χριστόψωμου ο ατυχής... και τον Παλούκαν. Μήπως δεν ενεθυμήθην την πομπήν του επιταφίου... Πάσχα εις  Σκίαθον και τον παπά Αδαμάντιο; Μήπως δεν εφαντάσθην να σουλατσάρουν εις τον λιμένα οι μάγκαι οι ναυαγοσώσται... οι τυχοδιώκται... και να σαλτάρουν επιδεξίως εις λέμβους... ο Λούκας ο Πούνος, ο Θανάσης Πουγαδής, ο Παναγής της Χρόναινας; Εφαντάσθην και τη Φραγκογιαννού ακόμη... το Λαλιώ, την Μοσχούλαν, την Πολυμνίαν... ή μήπως να είπω εν τέλει την Χαρίκλειαν περί του αληθούς; Τόσες και τόσους άλλους...
   Δι' όλα αυτά, ηδημόνων υγρός. Ως να μην ήμην εις νήσον τωρινήν και στερέαν, μα εις το νέφος του κόσμου του Παπαδιαμάντη. Εκατόν είκοσι ...εκατόν εξήντα χρόνια οπίσω, νέφος κι εγώ. Μα εκεί καθώς ήμην, βυθισθείς εις αισθαντικήν ρέμβην, διεσπάσθη εκείνη από σμήνος αφρόψαρων, όπου έπαιζεν με θόρυβον εμπρός μου εις την επιφάνειαν της αυγινής και γαληναίας θαλάσσης. Σχεδόν αμέσως, ευμεγέθης τόννος με άγκαθας εις την ράχην και την κοιλίαν, επεχείρησεν άλμα από τα βάθη. Διέγραψεν εις τον αέραν καμπύλη τροχιάν και εχάθη ξανά από τα όμματά μου, κάμνων μέγαν πλαταγισμόν.  




  Δεν επρόλαβα να συνέλθω από εκείνην την εντυπωσιακήν δι' εμέ εικόνα  -εξ απαλών ονύχων στεριανός και χερσαίος- και ενεφανίσθη δέλφιν ανοικτά του αιγιαλού. Προέβαλλεν αίφνης, ανεύπνευσεν με τον ραχιαίον φυσητήρ του, εστάθη ολίγον οκνά ανάμεσα θαλάσσης και ορίζοντος και εβυθίσθη ξανά στο έρεβος του βυθού, ανύποπτος καν διά την ύπαρξίν μου. Την εμφάνισιν του δέλφινος, εξέλαβα ως καλόν οιωνόν.
  Εν τω μεταξύ, ο ήλιος είχεν αρχίσει να ανατέλλει εξ ευωνύμων μου. Η ημέρα σήμερον θα ήτο ένδοξος! Η σύζυγος, δεν είχε την εδικήν μου κάψαν διά Παπαδιαμάντην. Την ενεδιέφερον περισσότερο αι ακρογιαλιαί και αι χρυσίζουσαι άμμοι. Όσο εγώ ανεζήτων πληροφορίας εις το κινητόν μου διά τον ηγαπητόν μου συγγραφέα και το μουσείον του, εκείνη είχε μάθει όλας τας παραλίας και τας ταβέρνας της νήσου. Και ουχί μόνον τούτο, είχεν και έτοιμον πρόγραμμα...
   -Αύριο θα πάμε στις Κουκουναριές! Μετά θα επιστρέψουμε για φαγητό στην πόλη! Μεθαύριο θα πάμε Τσουγκριά και θα φάμε εκεί το μεσημέρι... Την άλλη, μπάνιο στο Βρωμόλιμνο και θα φάμε στο Κοχύλι!  Στα Λαλάρια, θα δούμε αν θα πάμε, θα το αποφασίσω αργότερα!
  Από αύριον βεβαίως ετούτα τα σπουδαία, που δι' εμέ -διά να πούμε την αλήθειαν- ήσαν κομμάτι αδιάφορα. Είτε Κουκουναριές, είτε Αχλαδιές, είτε μουσμουλιές και τζιτζιμιτζιχοτζιριές, το ίδιο και το αυτό μου εφαίνετο. Σήμερον όμως η ημέρα θα ήτο εδική μου! Αφιερωμένη εις Παπαδιαμάντην! Και δεν θα ήρχετο μαζί μου η σύζυγος την πρωίαν, θα όδευα μόνος διά την οικία του! Κατάνυξις! Εκείνη θα ρέμβαζε εις την βεράνταν όλο το πρωινόν και αργότερα ίσως ελούετο εις τον αιγιαλό, έμπροσθεν της οικίας μας. Θα επεσκέπτετο το μουσείον το απόβραδο με την βόλτα, εν πλήρη χαλάρωσει, ως ο οιοσδήποτε τυχαίος. Είπωμεν, δεν είχε την εδικήν μου κάψαν διά Παπαδιαμάντην...




 
   Άφησα το αυτοκίνητον εις τον χώρον στάθμευσης, πλησίον του κοιμητηρίου. Σχεδόν αδύνατον να εύρης θέσιν εκείθεν τέτοιαν εποχήν, παραδόξως όμως ευρήκα. Η ώρα θα ήτο ολίγον μετά τας οκτώ -το μουσείον ήνοιγε εννέα- οπότε διέθετα χρόνον να επισκεφθώ και τον τάφο του. Είχον επισημάνει εκ του διαδικτύου την θέσιν του. Ολίγα μονάχα βήματα, αριστερά της εισόδου.
  Απόλυτος ησυχία. Και ερημία. Μονάχα αι πρωιναί τρίλιαι των σπούργων ηκούοντο και το παιχνίδισμά των εις τους κυπάρισσους του κοιμητηρίου. Τωόντι, ο τάφος του συγγραφέως ήτο ολίγα μονάχα βήματα εξ ευωνύμων της εισόδου. Καγκελόφρακτος, εξόν από την πλευρά της ανατολής. Ιστάμενος υπό ξυλίνου εις την κορυφήν σταυρού... ΙC...Ενθάδε κείται Ο ΧΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ... απεβίωσεν 2/1/1911 ΚΑ...
  Έμπροσθέν μου, εις τους πόδας του τάφου, φυόμενος εντός μικράς, πηλίνου γαστέρος, τάλας -εκ του τυφώνος- βασιλικός. Οικόσχημον σκεύασμα, παλαιικόν και ασβεστωμένον υπό του σταυρού, διαθέτων μαρμάρινην επιγραφήν έμπροσθεν, επληροφόρει τους επισκέπτας πως ενθάδε ήτο θαμμένος και ο πατήρ Αδαμάντιος... ΙΕΡΕΥΣ ...ΤΕΛΕΥΤΗΣΑΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ 78 ΕΤΩΝ... ΤΟ.... ΟΙ ΘΕΩΜΕΝΟΙ ΤΟΥΤΟ....ΕΥΧΕΣΘΕ ΥΠΕΡ... Εδώ ακριβώς, ενεθυμήθην τον Καβάφην. Έχει συγγράψει θαύματα επ' αυτού.




   Ήξευρα πως ο τάφος εμπρός μου, ενδεχομένως να ήτο κενός από Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην. Αι γνώμαι διίσταντο και πολλά ελέγοντο. Ακόμη, πως οι Σκιαθίται εξέθαψαν την σορό, ολίγας μόνον ημέρας μετά την ταφήν. Παράδοξος και μακάβριος εκδοχή, ουδείς όμως γιγνώσκει με ακρίβειαν εάν και τι συνέβη. Το βέβαιον, πως η κάρα του συγγραφέως, φυλάσσεται σήμερον εις τον ναόν της Παναγίας της Λημνιάς, ενθάδε. Τα επίλοιπα άγνωστα. Όμως... ακόμη και αν δεν υπήρχεν ίχνος οστού του αγαπημένου συγγραφέως σήμερον εδώ, ουδόλως εμετριάζετο η ταραχή μου να ευρίσκωμαι διά πρώτην φοράν εις την ζωή μου, τόσον σιμά του. Τελικώς, έτι και εάν υστερότερα κάποιοι απώλεσαν τα οστά... εδώ, εις αυτό ακριβώς το σημείον της γης, έθαψαν κάποτε ολόκληρον Παπαδιαμάντην! Εδώ απέμειναν να τον κλαύσουν αι αδελφαί του, στες 3 Ιανουαρίου του 1911! Εδώ ηκούσθη το μοιρολόι της Ουρανίας... ΄΄να σε παινέσω ήθελα, μα συ΄σαι παινεμένος... στου βασιλιά την κάμαρη, είσαι ζωγραφισμένος΄΄.  Εδώ ήρχοντο τας ημέρας εκείνας, να φέρουν έλαιον διά το κανδήλιον, θυμίαμα λιβάνου και να κάμουν με τον ιερέα τρισάγιον... Εδώ, να παρ' η ευχή! Ακριβώς εδώ!
  Εκοίταξα γύρω. Ερημία. Έβγαλα τον ψάθινο πίλον μου και τον απέθεσα εις μίαν λόγχην του καγκελοφράκτου τάφου. Ασκεπής πια. Έπειτα γονυκλινής, έκαμα τον σταυρό μου και σκύψας ταπεινά την κεφαλήν μέχρις εδάφους -με εσώψυχον, βαθύ και ειλικρινές σέβας-  απέτισα τον δέοντα φόρον τιμής εις το πνεύμα ενός αγγέλου! Όστις επέρασεν τα μύρια όσα, επέρασεν μαρτύρια, τα πάνδεινα... κατηραμένη πτώχεια είς το ζωντανό κιβούρι του... και μοναξιάν αφόρητον... και καταφρόνιαν οικτράν... Μα εν τέλει ενίκησε! Διότι κατέφερε τον μυστικόν σκοπόν του, να εναποθέση εις κόσμον τα πτερόεντα δώρα του...
   Ηγέρθην ανάλαφρος εκ της συντόμου αύτης εκ βαθέων ενατενίσεως, προς πνεύμα αείποτε λαμπρόν και σπουδαίον, ευχόμενος υπέρ ψυχής του. Επήρα τον πίλον μου και χαιρέτησα. Επεθύμων διακαώς να απευθύνω ιδίαν στάσιν προς Αλέξανδρον Μωραϊτίδην, ικανόν λογοτέχνην και παιδαγωγόν -φίλον και εξάδελφον του ειρημένου συγγραφέως- όστις προς το τέλος του βίου του, εκάρη μοναχός ως Ανδρόνικος. Δυστυχώς όμως, ηγνόουν παντελώς πού ήτο ο τάφος του. Και συνεργός γύρω ουδείς, στο αχανές κοιμητήριον. Μη δυνάμενος λοιπόν να πράξω τί ως προς τούτο, ευγήκα, υψώνων  απλώς την χείρα με τον πίλον μου προς χαιρετισμό του Μωραιτίδου ή Ανδρονίκου, όπου και αν ήτο θαφθείς ο συγχωρεμένος. 
   Θα όδευα πια πεζός διά το μουσείον. Δέκα λεπτά υπόθεσις ήτο...

 

   Δέκα λεπτά, μα μηδέ κάν οκτώ και ήμισυ! Η αγοραία οδός Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη εσάλευε νωθρώς. Οι καταστηματάρχαι ήνοιγον τα καταστήματά των και εναπόθεταν την πραγμάτεια των έμπροσθεν των θυρών, λαμβάνοντες τόπον και εκ του πεζόδρομου. Η κίνησις δεν ήτο ακόμη ακμαία, μα ένιοι αγουροξυπνηθέντες Γερμανοσάξονες, καθώς και Ιταλοί, εγευμάτιζον πρωινόν, ένθεν κακείθεν κατά μήκος της οδού. Επέλεξα έναν καφενέν -μη απέχων μακράν του μουσείου- και εβολεύθην. Παρήγγειλα πρωινό απλούν και γαλλικόν καφέν -διότι είχον πίει ήδη ελληνικόν- αναμένων τας εννέα...
  Ήμην πλέον πλησίον του οίκου του! Πλησίον μίας μεγίστης αισθητικής απολαύσεως, όπου επεθύμουν διακαώς έτη και έτη! Το να ανέλθω την κλίμακα που επάτει και εκείνος, να ανασάνω εντός των τειχών όπου ανέπνεεν και εκείνος, το να ειδώ και να εγγίξω αντικείμενα που εώρα και ήγγιζεν εκείνος, θα ήτο δι' εμέ κορυφαία συγκίνησις. Και ο καφές και το πρωινόν δεν ήσαν πια δι' εμέ, παρά το ύστατον εμπόδιον προ της επισκέψεως είς τον οίκον του Παπαδιαμάντη. Ή μήπως θα έπρεπε να είπω... εξορμήσεως; Διότι... τοιούτος ήτο ο ενθουσιασμός μου, ώστε επαρομοίαζον έσωθέν μου αύτην την επίσκεψιν... με εξόρμησιν, διά την κατάκτησιν πολυπόθητου κάστρου! Ελάχιστα έγγιξα και καφέν και πρωινόν. Πλην του καπνού του σιγαρέττου μου, ουδέν επήγαινε με όρεξην κάτω... Εννέα και ένα εσηκώθην και με ορμήν κατηυθύνθην εις το -προς κατάκτησιν- κάστρον...

   


   Βήματα πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα... Εστάθην έμπροσθεν του φεγγίτου, όπου την προηγουμένην εσπέραν, ευγενής κυρία μας είχεν ειπεί, πως είχωμεν φθάση αργά. Μα σήμερον, ουδείς εκεί ήτο. Παρέμεινα δι' ολίγον αμήχανος ορών ένθεν κακείθεν. Κυρία μαγαζάτωρ εις το βάθος δεξιά όπου τακτεποίει, έγνεψεν εις κάποιον αόρατον δι' εμέ -προφανώς ευρίσκετο μετά την γωνίαν- δεικνύουσά με διά νεύματος. Σχεδόν αμέσως ενεφανίσθη εκ της ανατολικής γωνίας, ξανθόχρους, νόστιμος κυρία, έχοντας εις χείρας εν σάρωθρον. 
   -Τι θα θέλατε;
   -Να επισκεφθώ το μουσείο...
   -Βεβαίως, ελάτε!
   Διέκρινα όμως -ή μου εφάνη- μικρόν θυμόν εις τα όμματα της. Αστραπιαίον. Σαν να εσκέπτετο... ''Όνειρο το είδες πρωί πρωί χριστιανέ μου; Δεν ήπιαμε ακόμη καφέ, δεν άνοιξαν καλά καλά τα μάτια μας! Ούτε να σκουπίσω τον χώρο μ' άφησες!''... Ίσως μου εφάνη όμως, ίσως μου εφάνη...
  Έπειτα, απίθωσεν το σάρωθρον εις τον τοίχον και τείνουσα την δεξιάν της, με προσεκάλεσε να κατευθυνθώ προς το μέρος της, εις την ανατολικήν πλευράν του κτηρίου. Προς στιγμήν εστάθην αμήχανος έμπροσθεν του φεγγίτου. Παραδόξως, μετά την χθεσινήν επίσκεψιν, είχον απομείνει με την εντύπωσιν, πως ο φεγγίτης ούτος, ελειτούργει ως ταμείον, όπου επλήρωναν οι επισκέπται. Διά τούτο, δεν εκούναγα ρούπι απ΄εκεί!
   -Να πληρώσω; ερώτησα.
  -Όχι ελάτε από δω, επέμενεν η κυρία, δεικνύουσα την κατεύθυνσιν με τεταμένην ακόμη την χείραν. Ηκολούθησα. Μα καθώς την προσεπέρασα εις την γωνίαν, διά να ευγώμεν εις την κλίμακα της βορείας εισόδου, ήκουσα οπίσω μου...
   -Καλέ! Περάσατε τον φεγγίτη για γκισέ; Χαχα! Καλέ! Πέρασε τον φεγγίτη για γκισέ! Χάααααχαχαχα...
   Θα παρηρχόμην το γεγονός, εάν εκείνο δεν εσυνοδεύετο από γέλωτα παρατεταμένον και κακαριστόν! Κατ΄ αρχάς εξεπλάγην! Μετά εθύμωσα! Ευρισκόμην εις μίαν ιερήν της ζωής μου στιγμήν και ο ξανθόχρους ούτος δαίμων, εγέλα μαζί μου! Προσεβλήθην! Εστράφην προς το μέρος της και είπον αυστηρά επιπλήτων αυτήν, λες και ήμην εγώ ο οικοκύρης...
   -Ξέρετε πού βρίσκεστε; Στο σπίτι του Παπαδιαμάντη!!
  Επάγωσεν! Έμεινεν ενεά. Εμπερδεύθει! Ποίος γνωρίζει πόσαι σκέψεις επέρασαν αυτομάτως εις το μυαλόν της...'' -Ποιος να είναι τούτος δω με τα μούσια και το ψάθινο καπέλο; Γιατί ήρθε τόσο νωρίς και με τόση φόρα; Μήπως με εμπαίζει; Είναι κοινός θνητός ή μήπως κανένας επιθεωρητής μουσείων του υπουργείου; Ή μήπως άνθρωπος της προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία έχει κανονισμένη επίσκεψη στο μουσείο αυτές τις μέρες και είχε έρθει να αναγνωρίσει το έδαφος;''
  Η ξανθόχρους, είχεν γίνει κάτωχρος. Ως τόσο, εις την προσπάθειαν να δικαιολογήσει φράσην και γέλωτα -προ πάντων το... κακαριστόν της υποθέσεως- ο διαπληκτισμός εσυνεχίσθη δι' ολίγου ακόμη αναμετάξυ μας. Σύντομα όμως επήρε άκρως επαγγελματικόν ύφος και με οδήγησε εις την κλίμακα. Αφού ανήλθαμεν, επλήρωσα και εισήλθαμεν εις την οικίαν-μουσείον, αμφότεροι τελούντες εν ταραχή και αμηχανίαν...
  Εστάθη εις την άκρη του χωλ, σχεδόν εις την είσοδον και ήρχισεν να λέγει τας ενδεδειγμένας πληροφορίας διά την περίστασιν, ως ξεναγός. Εν ποίημα σχεδόν, όπου θα το έλεγεν κάθε φοράν εις κάθε επισκέπτην ή επισκέπτας. Την διέκοψα μάλλον αγενώς -το συνειδητεποίησα εκ των υστέρων- λέγων πως έχω εντρυφήσει έτη και έτη εις τον Παπαδιαμάντην, γιγνώσκω πλείστα από την τέχνην, τον βίον και τας επιστολάς του ακόμη και πως... τέλος πάντων είμαι και εγώ συγγραφεύς. Δεν έχω ανάγκην λοιπόν το... λογίδριον, ας μην κοπιάζει να μου λέγει τα τετριμμένα...
   Ησθάνθη μάλλον ανακούφισην. Ουχί επιθεωρητής μουσείων ο κύριος, μα συγγραφεύς. Μάλιστα...
  -Καλώς! Σας αφήνω λοιπόν να δείτε το μουσείο. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι φωνάξτε με. Εδώ έξω από την πόρτα θα είμαι. Όταν τελειώσετε, θα κατέβουμε να σας δείξω το υπόγειο...
   Ηύγεν. Ήτο ό,τι επεθύμουν. Να απομείνω μόνος... Ύπαγε απ΄εδώ αποφώλιον τέρας!...
  Μα έπρεπε να αφήκω εις την άκρην την άσχημην διάθεσιν όπου μου εδημιούργησεν η απρόσμενος αύτη σύγκρουσις, διότι ευρισκόμην επιτέλους εις την κρύπτην και τα μυστικά του βασιλέως! Και ο βασιλεύς εδώ, ήτο ο Παπαδιαμάντης! Εις τα κομμάτια λοιπόν ο γέλως ο κακαριστός και ο ξανθόχρους δαίμων! 







   Ήρχισα να περιπλανώμαι εις τα δώματα. Εις το κελλίον του παπά Αδαμάντιου... εις το σαλόνι με τον παλαιόν καναπέ, τον καθρέπτην και την υάλινη θήκην με χειρόγραφα του συγγραφέως... τον κονδυλοφόρον... το μελανοδοχείον. Οποία συγκίνησις! Τα ίχνη του!...Εις τους τοίχους πίνακες με την μορφή του, έγγραφα όπου τον αφορώσι, το απολυτήριον σπουδών του, παλαιαί φωτογραφίαι και άλλα. Επέρασα εις το δώμα όπου απέθανεν. Με την εντοιχισμένη ντουλάπαν και είδη εποχής, την ψάθινην καθέκλαν, τον σοφράν, την εστίαν... να εκεί σιμά της εστίας άφησεν την ύστατην πνοήν ο άγγελος. Πνευμονία... Ολίγον πριν, ήκουσε μακρόθεν κάλαντα από παιδία. Ηυχαριστήθη... Υπήρξεν λοιπόν, υπήρξεν... Αφήσας οπίσω θεσπέσια ίχνη... Όμως υπήρξεν! Ήτο κάποτε ζωντανός... ολοζώντανος, περιπατούσεν και ανέπνεεν εντός των τειχών ετούτων, όπου τώρα περιπατούσα και ανέπνεον και εγώ!
  Εις κάθε μου βήμα το ξύλινον πάτωμα έτριζεν, επαναφέρον με όμως εις την πραγματικότητα. Και η πραγματικότης δυστυχώς ήτο... ξανθόχρους! Ήμην έτι συγχυσμένος. Παρά την βαθείαν συγκίνησην, δεν ημπορούσα να απολαύσω εντελώς την πολυπόθητον ετούτην επίσκεψιν, όπου τόσον ελαχταρούσα! Ήκουγα εις τα ώτα μου τον κακαριστόν γέλωτα και ήτο ως να είχεν εισέλθει εντός μου, ο ίδιος ο διάβολος...
 Έμπροσθέν μου ζωγραφικός πίναξ, όπου απεικόνιζε την σεπτήν μορφήν του Παπαδιαμάντη. Εστάθην...




    -Περίμενα καλύτερη υποδοχή κυρ Αλέξανδρε... εψιθύρισα.
  Δεν εσάλεψε. Παρέμενεν εκεί καθάριος, ακραιφνής, άγιος, με χαμηλωμένη την κεφαλήν και σταυρωμένας χείρας. Με όμματα σχεδόν κλειστά. Αμέτοχος, ολύμπιος, άφθαρτος. Ως να μην είχεν καμμίαν ανάμειξιν πια, εις το ατυχές περιστατικόν του φθαρτού, υποσέληνου κόσμου μας. Όμως εγώ είχον ακόμη παράπονον. Από εκείνον πια, όχι από τον δαίμονα... Πώς επέτρεψεν να μοι φερθούν τοιουτοτρόπως εις την ιδίαν του οικίαν; Εις έναν πνευματικόν συγγενήν του; Εις αδελφόν; Εγώ όπου υπάγω και όπου σταθώ, περί αυτού λέγω. Και μήπως εις εκδοθέν βιβλίον μου -φιλοσοφικόν και δοκιμιακόν- δεν του εχάρισα δεκαοκτώ συναπτάς σελίδας, διά να τον επαινεύω απνευστί; Να τον συνεκρίνω και με αυτόν ακόμη τον μέγα Ντοστογιέφσκι, εις τον οποίον Ρώσσον, είχον αφιερώσει σελίδας μονάχα τρεις; Πώς επέτρεψεν λοιπόν, τοιούτον κακαριστόν γέλωτα εις βάρος μου; Αχ κυρ Αλέξανδρε, δεν μου τα λέγεις καλά!... Κακαριστόν γέλωτα εις βάρος μου, εις την ιδίαν σου οικία, όπου είχον έρθει να επισκεφθώ με τόσην θέρμην και ευρύχωρον καρδίαν;
  Τότε, ωσάν η αγία μορφή να εσάλεψεν αμυδρώς -σχεδόν αδιοράτως- τα σεπτά χείλη της εις τον πίνακα...
   -Δεν ήταν κακαριστό το γέλιο, ήταν γαργαριστό! εψιθύρισεν μόνον και σώπασε πάλιν, παίρνοντας την προτεραίαν ασάλευτον στάσιν της...
   Αφού συνήλθα από την έκπληξιν τοιούτου οραματικού φαινομένου που ήγγιζεν τα όρια του θαύματος, εβάλθην να κατανοήσω την διαφοράν μεταξύ κακαριστού και γαργαριστού γέλωτος. Κάτι σημαντικόν ήθελεν να μου ειπή ο συγγραφεύς! Και έδει να το εύρω...







   Ήρχισα πάλιν την περιπλάνησιν εις τα δώματα της οικίας του συγγραφέως, χωρίς όμως να παρατηρώ ενδελεχώς, παρά να σκέπτομαι. Το παλαιόν πάτωμα, εις κάθε μου βήμα έτριζεν... έτριζεν. Ως να ήθελεν κάτι να μοι ειπή. Να με οδηγήσει μάλλον εις το φως. Και η έξοδος δεν ήργησεν...
   Τωόντι, υπήρξεν μεγίστη διαφορά ανάμεσα κακαριστού και γαργαριστού γέλωτος. Διότι ο πρώτος εξάγεται εκ των... κακαρισμάτων των ορνίθων. Είναι άλογος και ανόητος. Δεικνύει χαιρεκακίαν και προέρχεται εξ ενστίκτων ταπεινών. Ο γαργαριστός γέλως όμως, άλλου παπά ευαγγέλιον. Εξάγεται εκ του γάργαρου ύδατος. Ως τρέχει εις καθάριαν πηγήν. Δεικνύει πηγαίον αυθορμητισμόν, αίσθησιν του αστείου, δεικνύει άνθρωπον θερμόν, πλήρους αισθημάτων. Δεικνύει εν γένει αθωότητα. Και μάλλον είχεν δίκαιον -εις το όραμα του πίνακος- ο κυρ Αλέξανδρος. Ο γέλως της κυρίας ήτο γαργαριστός και ουχί κακαριστός! Εγέλασεν αυθορμήτως ως άνθρωπος, επειδή επέρασα τον φεγγίτη διά γκισέν! Δεν έπρεπε δα, να το πάρω και τόσον κατάκαρδα... Έπειτα, οι νησιώται δεν ομοιάζουν με εμάς τους χερσαίους. Δρουν αυθορμήτως και είναι κομμάτι... πιο τραγουδιστικοί!
   Μία παρεξήγησις ήτο τελικά αύτη η ανόητος σύγκρουσις! Και έπειτα, είχεν δίκαιον η κυρία! Είχον εφορμήσει ως σίφων πρωίαν πρωίαν εις το κάστρον, δεν είχεν προκάμει καλά καλά να ηνοίξει τας θύρας. Την επήρα εκ των μούτρων! Και δεν εκάθητο η καημένος, δεν το είχεν ρίξει εις χαζολόημα ή καφέν, παρά εκαθάριζεν μετά σαρώθρου -ήτοι σκούπας- τον αύλειον χώρον! Ναι, δεν ήτο δαίμων τελικά, αλλά μία κυρία ξανθόχρους... νόστιμος... μία κυρία εργαζομένη, με γέλωτα καθάριον και γαργαριστόν, μία κυρία με αίσθησιν του αστείου και των ανθρωπίνων αδυναμιών. Και εγώ -όπου ήμην πάντοτε εχθρός των τύπων, φίλτατος της αμεσότητος και του πηγαίου αυθορμητισμού- είχον φερθεί παρά φύσει, είχον φερθεί αγενώς! Αγενώς! Λοιπόν... το πράγμα έπρεπε να διορθωθεί, αυθωρεί και παραχρήμα!...


 

   Η κυρία ενεφανίσθη εις το χωλ. Προσέγγισα διά συμφιλίωσιν. Της εξηγήθην. Έπταιε ο ενθουσιώδης χαρακτήρ μου. Έπταιε που είχον έρθει ενωρίς. Ήτο όμως τάμα ζωής. Ο Παπαδιαμάντης εσήμαινε πολλά δι' εμέ. Έτη και έτη προετοίμαζα ετούτο το ταξείδιον! Εμειδίασε αγαθώς. Μοι είπεν πως είχεν περάσει και εκείνη κοπιώδες τριήμερον. Ο τυφών είχε πλημμυρίσει το υπόγειον με τα βιβλία του Παπαδιαμάντη. Το ύδωρ και η ιλύς του πρωτοφάντου υετού, είχον εισβάλλει από την θύραν του υπογείου και τον ανατολικόν φεγγίτην. Σχεδόν δύο μέτρα ύδατος και ίλεως εις το υπόγειον! Τρεις ημέρας η ιδία μετά συναδέλφων της, είχον ελάχιστον κοιμηθεί, μόνον και μόνον διά να επαναφέρουν το μουσείον εις την προτέραν. Είχον όμως κατορθώσει -διότι περί Ηρακλείου κατορθώματος επρόκειτο, ωσάν εκείνο εις τους σταύλους του Αυγείου- να καθαρίσωσι το υπόγειον και να διασώσωσι άπαντα τα σπάνια βιβλία. Τας πρώτας εκδόσεις των έργων του συγγραφέως. Τα επίλοιπα, στεγνώνουν ήδη! Εν τέλει, θα διασωθώσι όλα! Το υπόγειον, είναι ήδη και πάλιν επισκέψιμο! Εδόθησαν αμοιβαίαι εξηγήσεις. Εφιλιώσαμεν. Και μοι είπεν, εάν έχω τελειώσει με τον επάνω όροφο να περάσωμεν διά ξενάγησιν εις το υπόγειον... Και πως δύναμαι να επισκέπτωμαι το μουσείον όποτε επιθυμώ αυτάς τας ημέρας, με το ίδιον εισιτήριον φυσικά. Εφιλιώσαμεν...
    Εξερχόμενος, είδον εις την κλίμακα της εισόδου, άνδρα λευκόμαλλον με μύστακα παχύν ωσάν του Ανδρούτσου. Άνω τον εβδομήκοντα. Εφόρει μελανά ομματουάλια, εβάστει την κουπαστήν της κλίμακος και εώρακέ με, βλοσυρός. Έλεγες πως ήτο έτοιμος διά καυγάν και ας μην ήτο η ηλικία του ιδανική διά καυγάν. Εφαίνετο όμως αποφασισμένος. Ανέδυεν μίαν αύραν, ωσάν να ήτο ο άρρην γάτος της γειτονιάς. Θα ειδεποιήθη ως φαίνεται, πως κατέφθασεν περίεργος μουστερής -η αφενδιά μου- ενδεχομένως όμως να ευρίσκετο κάπου πλησίον και είδεν με τα όμματά του και ήκουσε με τα ώτα του, τον πρωινόν σύντομον διαπληκτισμόν. Μην γνωρίζων βεβαίως ποίος πραγματικά ήμην, μη ηξεύρων πως και εγώ με τον τρόπον μου, ήμην είς φρουρός του ιδίου πνεύματος, είχεν έλθει μάλλον να προστατεύση την κυρίαν και τα ιερά, ίσως και από έναν τρελό... πού ηξεύρεις! Έτσι ωμοίαζε. Ωσάν φρουρός των ιερών και οσίων της οικίας Παπαδιαμάντη! Και προστάτης των γυναικών! Ο οποίος είχε να κάμει με έναν άρτι αφιχθέντα, επικίνδυνον και αλλοπρόσαλλον πειρατήν... Εμέ! Αγνοών προφανώς πως ήδη είχωμεν φιλιώσει με την κυρίαν, εσυνέχιζεν να με παρατηρή βλοσυρός, πίσω από τα ερεβώδη ομματουάλια του, ιστάμενος εις την αρχήν περίπου της κλίμακος, εβαστώντας με την δεξιάν την κουπαστήν... έτοιμος να χιμήξει εάν χρειαστεί και να με συντρίψη ο γέρων...




   Όμως ημείς -αφού είδωμεν δι' ολίγον το καλοκαιρινόν μαγειρείον της οικογενείας- εκατέβημεν εις το υπόγειον. Μας ηκολούθησεν και ο περίεργος μυστακοφόρος, χωρίς διόλου να ομιλή. Ότε εφθάσαμεν κάτω, η κυρία με πληρεφόρησεν, πως το υπόγειον εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη τροφίμων διά την οικογένειαν του παπά Αδαμαντίου. Άλευρα, έλαια και τα λοιπά. Υπήρχεν και εν πηγάδιον εντός του υπογείου. Τωόντι όμως, το υπόγειον ήστραπτεν από καθαριότητα και τάξιν! Τα σπάνια βιβλία των πρώτων εκδόσεων του Παπαδιαμάντη, ευρίσκοντο πάλι εις θέσιν των, απείρακτα. Εάν δεν το εγνώριζα, θα έλεγα πως δεν επέρασαν ποτέ απ' εδώ, δύο μέτρα ύδατος και άφθονος ιλύς, τρεις μόλις ημέρας πριν. Οι υπεύθυνοι, θα πρέπει να έδωκαν τιτάνιον αγώνα, ίνα αποκαταστήσωσι την τάξιν! Αγώνα τωόντι, ωσάν του Ηρακλέως...
   Η κυρία εν ευθέτω χρόνω, με συνέστησεν και εις τον βλοσυρόν φρουρόν, όπου έως τότε εσυνέχιζεν να παραμένη σιωπηλός και δυσπρόσιτος. Ήτο τελικά, ο κύριος Νίκος Ακρίβος. Αξιόλογος εικαστικός της Σκίαθου, όμως με ταξείδια ακόμη και στο εξωτερικόν, με σπουδάς, με πανεμόρφους ζωγραφικούς πίνακας -απ' ο, τι είδον εκ των υστέρων- και τωόντι, άνθρωπος του οίκου. Όστις συνέβαλε τα μέγιστα, ίνα καθαρίση το υπόγειον και διασωθώσι τα βιβλία. Ωμιλήσαμεν εν τέλει διά πολλά, ικανήν ώραν. Διά τον Παπαδιαμάντην, την ζωήν εις Σκίαθον και εις Αθήνας, τον Μερλιέ, τας αδελφάς, την γλώσσα, τα έργα του. Εφιλιώσαμεν και με εκείνον -αν και εδώ που τα λέμε- δεν είχωμεν αλλάξει αναμετάξυ μας, κουβένταν κακιάν. Η κυρία μου εδώρισεν έν βιβλίον του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΚΡΕΜΝΟ -εκδόσεως Δήμου Σκίαθου. Όπου πέραν του διηγήματος περιείχεν διευκρινίσεις και σχόλια και αρκετάς φωτογραφίας του οίκου και του ζεύγους των ηρώων του διηγήματος. Του Γιάννη Μυγδαλάκη και της Μαριώς, του Πετριού... Θεός σχωρέστους. Μου εχάρισεν επίσης και δύο μολύβους. Εφιλιώσαμεν διά τα καλά...




   Την εσπέραν ευρισκόμην εις το μπαρ ''Portobello''. Έπινον ουίσκι με πάγον. Ως πάντα εις χαμηλόν ποτήριον. Εχάζευα την βόλταν εις την Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και τους ξένους, οι οποίοι επηγαινοέρχοντο. Άλλοι εδείπνων, άλλοι έπινον, άλλοι εψώνιζαν και άλλοι απλώς εβόλταραν. Η σύζυγος ήτο ολίγο πίο κάτω. Είχεν υπάγη εις έν περίεργον κατάστημα, όπου οι πελάται θέτουν τους πόδας εντός υάλινων δοχείων όπου περιέχουν ύδωρ. Εις το ύδωρ μέσα, κολυμβώσι μικροί ιχθύες. Οι ιχθύες αύτοι, πεινώσι διά πόδας ανθρώπων! Δεν είναι βέβαια πιράνχας, ακίνδυνοι είναι. Όντως όμως... λαίμαργοι διά πόδας ανθρώπων... Όταν τίς, θέτει τους πόδας του εις το υάλινο δοχείον, οι ιχθύες πίπτουν με ορμήν επάνω τους και με δεκάδες-εκατοντάδες τσιμπήματα, αφαιρώσι τα νεκρά κύτταρα, μικροσκοπικάς πέτσας και παν τι, όπου δεν είναι απαραίτητον εις τους πόδας. Κοντολογίς, τους καθαρίζουν ολοτελώς! Αύτη η επίθεσις των ιχθύων όμως, προκαλεί μίαν ανακουφιστικήν αίσθησιν εις τον κάτοχο των ποδών. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζετο η σύζυγος, η οποία επέμενε -άγιον με έκαμεν- να επισκεφθώ το εν λόγω κατάστημα, διά να απολαύσω και εγώ το παράξενον ετούτο μασάζ. Ηρνήθην όμως πεισματικώς. Προετίμησα το ''Portobello'' εκεί σιμά, το ουίσκι με πάγον σε χαμηλόν ποτήριον, την ρέμβην και το νυμφοπάζαρον -οφθαλμών πανδαισία- της οδού Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη...




   Η εσπέρα ήτο γλυκεία. Το θέρος είχεν πάλιν επιστρέψει διά τα καλά. Και εκεί, πίνων το ουίσκι μου και αναμένων την σύζυγον, έφερον εις τον νου τα γεγονότα της ημέρας. Αίφνης, εξεκαθάρισαν όλα! Διότι όλα ήτον μία σκευωρία του πνεύματος του κυρ Αλέξανδρου. Εκείνο το... γάργαρο πνεύμα λοιπόν, με καλωσόρισεν εις τον οίκον του, με τον ιδικόν του παράξενον τρόπον. Μου ετοίμασεν μικρόν καψώνιον. Ως κάποιοι ιδιαίτεροι εις ανθρώπους οπού αγαπούν. Αφήνων διά καλωσόρισμα, ουχί την αδιαφορίαν και την ψυχρότητα, αλλά γέλωτα γαργαριστόν, μέσω της ξανθοχρώσης κυρίας. Διά να διασαλεύσουν δι΄ολίγου την τάξιν και να εμετρήσουν την δύναμιν των ψυχών...
  Εντός του οίκου και της ιερής αύρας του Παπαδιαμάντη, επήρα σπουδαίον μάθημα. Διήνυσα τάχιστα την απόστασιν από το... σκοτεινόν ΄΄κακαριστόν΄΄ εις το ευγενές ΄΄γαργαριστόν΄΄ και ευρήκα έξοδον προς το φως. Άλλως, θα έμενον αιχμάλωτος κακών αισθημάτων. Θα εγέμιζα σκότος. Όμως ο δαίμων, εμεταμορφώθη εις σπουδαίαν γυναίκα. Και εγώ ηλευθερώθην εκ του στόματος του λέοντος! Αρνητική ενέργεια μετετράπη εις θετικήν! Η σύγκρουσις εις φιλίαν. Το χάος εις δημιουργία. Διότι και ετούτο  ήθελεν εν τέλει, ο ιερός συγγραφεύς εξ εμού. Να μεταμορφώσω αύτην την εμπειρίαν εις διήγημα. Όπου επήρα την απόφασιν να συγγράψω, εκεί ακριβώς εις το ''Portobello'', ενώ ανέμενον την σύζυγον και πίνων το ουίσκι μου! Ήτο όλον ήδη εντός μου! Εκ της αρχής μέχρι τέλους και μάλιστα με λεπτομερείας! Και δεν θα ήτο ίσως εκεί, εάν όλα είχαν υπάγη ωρολόγιον το πρωί... Εάν δεν υπήρχεν το έναυσμα, το οποίον διασάλευσεν προσωρινώς την συναισθηματικήν τάξιν. Και απεφάσισα μάλιστα, να το συγγράψω, ουχί εις την δημοτικήν αλλά  εις την καθαρεύουσαν! Και ας μην την εδιδάχθην ποτέ. Προς τιμήν του Παπαδιαμάντη βεβαίως, ός ήξιζεν εν τέτοιον ριψοκίνδυνον εγχείρημα! Ότε ήλθεν η σύζυγος, της ανακοίνωσα ταύτην την απόφασιν ευτυχής... Θα ήρχιζα από αύριον κιόλας!

 

   Εμείναμεν ολίγας ημέρας ακόμη εις την Σκίαθον. Εις το διάστημα τούτο, επεσκέφθην και πάλιν το μουσείον Παπαδιαμάντη. Ησύχως πια, χωρίς γέλωτες και διαπληκτισμούς. Εν τω μεταξύ ανεκάλυψα και την μαγεία της πλατείας Παπαδιαμάντη. Και το έξοχον καφενείον... ''η νοσταλγός''! Έκτοτε, πού με έχανες πού με εύρισκες, εκεί ήμην! Τα πρωινά εκεί έπιον τον καφέν μου και τας νύκτας εκεί έπιον το ποτό μου. Δέκα βήματα από την οικία του κυρ Αλεξάνδρου. Σιμά εις την αύρα του...




   Μίαν πρωίαν, απελάμβανα τον καφέν μου εις την ''νοσταλγόν''. Υπό του πεύκου της πλατείας Παπαδιαμάντη, ευρίσκοντο και αι τρεις κυρίαι του μουσείου και εξέλαβα πως είχαν παραγγείλει τους καφέδες των εις το καφενείον που ήδη ευρισκώμην. Ειδοποίησα την κυρίαν Κυριακήν -ιδιοκτήτριαν- πως θα επλήρωνα εγώ τους καφέδες των κυριών. Επεθύμουν να εξαλείψω και το παραμικρόν ίχνος κακής έξεως, εκ της παρεξηγήσεως της πρώτης ημέρας. Αι κυρίαι με ευχαρίστησαν εγκαρδίως. Μοι είπον πως ανέμενον εις ολίγον την πρόεδρον της Δημοκρατίας, η οποία θα επεσκέπτετο το μουσείον και κατόπιν θα έπαιρνε τον καφέν ή το αναψυκτικόν της εις την ''νοσταλγό'', το καφενείο που ήδη ευρισκώμην. Ίσως ήτο η μοναδική ευκαιρία εις την ζωή μου, να χαιρετήσω διά χειραψίας ολόκληρην πρόεδρον της Δημοκρατίας και να πίω πλησίον της τον καφέν μου. Όμως, άλλα είχωμεν αποφασίσει διά σήμερον. Δεν εστάθην λοιπόν. Όπως δεν εστέκετο και ο κυρ Αλέξανδρος εις τους βασιλείς. Χαιρέτησα τας κυρίας, ευχήθηκα καλήν τύχην με την πρόεδρον και απέφυγα διά των στενών, προς αντάμωσιν της συζύγου, όπου θα εβάζαμεν πλώρην διά άμμους και αιγιαλούς...





   Την τελευταίαν ημέραν, πάλιν έπιον τον καφέν μου εις την ΄΄νοσταλγόν΄΄. Αίφνης, ο νεανίας του καταστήματος, άφησεν εις την τράπεζαν έμπροσθέν μου γλυκόν ουρανοκατέβατον, το οποίον βέβαια δεν είχον παραγγείλει. Εις την απορίαν μου, ηπάντησε πως μοι το κερνά η Ρούλα του μουσείου, η οποία εόρταζε μία από τας προηγουμένας ημέρας. Έστρεψα την κεφαλήν εις το πεύκον, όπου εκεί ήτο η ξανθόχρους φίλη μου, μετά του εικαστικού κυρίου Ακρίβου. Η Ρούλα τελικώς ήτο Σταυρούλα και εόρταζε του Σταυρού εις τας δεκατέσσερις. Ηυχαρίστησα από την θέσιν μου, ηυχήθειν, έφαγα το γλυκόν και επήγα και εγώ υπό του δροσιστικού πεύκου, σιμά τους. Ήθελον πρωτίστως να τους αποχαιρετήσω, διότι ήτο το τελευταίον μου πρωινόν εις την νήσον. Το μεσημέρι θα εσαλπάραμεν. Τα είπαμε δι΄ολίγον και μάλιστα με τον κυρ Νίκο ωμιλήσαμεν και διά κοινούς γνωστούς, εικαστικούς. Του εξέφρασα επίσης και τον θαυμασμό μου διά τα έργα του, όπου εν τω μεταξύ είχον εύρει εις το διαδίκτυον. Ετραβήξαμεν και φωτογραφίας. Τέλος, τους απεχαιρέτησα συγκεκινημένος. Ενθυμούμαι ακόμη με την ιδίαν συγκίνησιν, αυτούς τους ωραίους φρουρούς της οικίας του Παπαδιαμάντη εις την Σκίαθον. Και τους ευχαριστώ διά το έναυσμα και ας είχεν βάλει το χεράκι του και το παιχνιδιάρικον πνεύμα του κυρ Αλέξανδρου... Χωρίς τον γέλωτα εκείνον τον γαργαριστόν όμως, το διήγημα ετούτο δεν θα υπήρξεν...


Φιλολογική επιμέλεια: 
Κυριάκος Γεωργιάδης

27.09.2023