ήπαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήπαρ τα ήπατα
      γενική του ήπατος των ηπάτων
    αιτιατική το ήπαρ τα ήπατα
     κλητική ήπαρ ήπατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ήπαρ < αρχαία ελληνική ἧπαρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ήπαρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) το συκώτι
    το ήπαρ είναι το χημικό εργοστάσιο του σώματος
    ιστολογική εξέταση του ήπατος, κίρρωση του ήπατος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • μου κόπηκαν τα ήπατα : τρόμαξα πολύ, έμεινα παράλυτος από το φόβο → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
    όταν είδα το λιοντάρι μπροστά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]