ίδρυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἵδρυμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίδρυμα τα ιδρύματα
      γενική του ιδρύματος των ιδρυμάτων
    αιτιατική το ίδρυμα τα ιδρύματα
     κλητική ίδρυμα ιδρύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ίδρυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἵδρυμα και σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική institution, foundation[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.ðɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐δρυ‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ίδρυμα ουδέτερο

  1. ο οργανισμός υπηρεσιών που συγκροτείται για κοινωφελείς σκοπούς
  2. (συνεκδοχικά) το κτήριο όπου στεγάζεται ο παραπάνω οργανισμός
  3. κάθε οργανισμός όπου δίνεται στέγη και τροφή σε άτομα που δεν μπορούν να αυτοεξυπητερηθούν (ψυχιατρείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο κ.λπ.)
    ※  Όταν δεν επιτρέπεται σε ένα παιδί να αφήσει το ίδρυμα και να ζήσει σε μια οικογένεια, επειδή οι ενήλικες σε αυτή την οικογένεια είναι ομόφυλο ζευγάρι, ποιος ιδρυματοποιεί; Το ίδρυμα ή οι νομοθέτες; (Το ανάπηρο (ελληνικό) Δημόσιο , liberal.gr, 25/04/2019 [1])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]