αγγειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αγγειακός
- αγγειακές βλάβες, αγγειακό σύστημα
- (φυσική): ο σχετικός με αγγεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειακός