αὐλήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αὐλήτριᾰ | αἱ | αὐλήτριαι | ||||
γενική | τῆς | αὐλητρίᾱς | τῶν | αὐλητριῶν | ||||
δοτική | τῇ | αὐλητρίᾳ | ταῖς | αὐλητρίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | αὐλήτριᾰν | τὰς | αὐλητρίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | αὐλήτριᾰ | αὐλήτριαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐλητρίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐλητρίαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αὐλήτρια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του αὐλητρίς: η αυλήτρια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τρια (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)