βάρβαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
βαρβακ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | βάρβαξ | οἱ | βάρβακες | ||||
γενική | τοῦ | βάρβακος | τῶν | βαρβάκων | ||||
δοτική | τῷ | βάρβακῐ | τοῖς | βάρβαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | βάρβακᾰ | τοὺς | βάρβακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | βάρβαξ | βάρβακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάρβακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βαρβάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάρβαξ < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάρβαξ αρσενικό
- (πτηνό) το βαρβάκι
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
- <βάρβαξ>· ἱέραξ, παρὰ Λίβυσι. [καὶ φύραμα στρογγύλον, ἀφ' οὗ αἱ μάζαι γίνονται. καὶ ἐρίων τολύπαι]
Πηγές
[επεξεργασία]- βάρβαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (ελληνιστική κοινή)
- Ζώα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)