χρονοτριβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρονοτριβή < χρονοτριβώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρονοτριβή θηλυκό
- η σπατάλη του χρόνου, η κωλυσιεργία, η καθυστέρηση