ἀνώγεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀνώγεων | τὰ | ἀνώγεω | ||||
γενική | τοῦ | ἀνώγεω | τῶν | ἀνώγεω | ||||
δοτική | τῷ | ἀνώγεῳ | τοῖς | ἀνώγεῳς | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀνώγεων | τὰ | ἀνώγεω | ||||
κλητική ὦ! | ἀνώγεων | ἀνώγεω | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνώγεω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνώγεῳν | ||||||
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'ἀνώγεων' όπως «ἀνώγεων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀνώγεων (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀνώγαιον / ἀνώγεον < (ἄνω) ἀνώ- + γαῖα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀνώγεων ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἀνώγεων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀνώγεων' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αττικόκλιτα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα αττικόκλιτα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Λέξεις με πρόθημα ἀνώ- (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)