ἀποψίλωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀποψίλωσῐς | αἱ | ἀποψιλώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀποψιλώσεως | τῶν | ἀποψιλώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀποψιλώσει | ταῖς | ἀποψιλώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀποψίλωσῐν | τὰς | ἀποψιλώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀποψίλωσῐ | ἀποψιλώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποψιλώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποψιλωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀποψίλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀποψιλόω / ἀποψιλῶ + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε ἀπο- + ψίλωσις < ψιλός.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀποψίλωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀποψίλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -σις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ωσις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἀπο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)