ἀρχίκλωψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ἀρχικλωπ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | ἀρχίκλωψ | οἱ | ἀρχίκλωπες | ||||
γενική | τοῦ | ἀρχίκλωπος | τῶν | ἀρχικλώπων | ||||
δοτική | τῷ | ἀρχίκλωπῐ | τοῖς | ἀρχίκλωψῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀρχίκλωπᾰ | τοὺς | ἀρχίκλωπᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀρχίκλωψ | ἀρχίκλωπες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχίκλωπε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχικλώποιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀρχίκλωψ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀρχί- + κλώψ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρχίκλωψ
- (ελληνιστική κοινή) ο αρχικλέφταρος, ο πιο μεγάλος κλέφτης
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀρχίκλωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κώνωψ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώνωψ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώνωψ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώνωψ' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἀρχί- (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)