awareness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
awareness < aware + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

awareness (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η συνειδητοποίηση, η γνώση, γνωρίζω κάτι· γνωρίζω ότι κάτι υπάρχει και είναι σημαντικό
    the awareness of danger/responsibilities - η συνειδητοποίηση του κινδύνου/των ευθυνών