contend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

contend (en)

  1. πασχίζω να/για κάτι
  2. ανταγωνίζομαι
  3. διαφωνώ σε μια αυζήτηση για κάποιο θέμα