creep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
creep creeps

creep (en)

ενεστώτας creep
γ΄ ενικό ενεστώτα creeps
αόριστος crept, creeped
παθητική μετοχή crept, creeped
ενεργητική μετοχή creeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

creep (en)