cumulative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | cumulative |
συγκριτικός | more cumulative |
υπερθετικός | most cumulative |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cumulative < cumulat(e) + -ive
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkjuːmjələtɪv/ & /ˈkjuːmjʊˌleɪtɪv/
Επίθετο
[επεξεργασία]cumulative (en)