dada

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Dada

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dada < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dada dadas

dada (fr) αρσενικό

  1. το αλογάκι
  2. η αγαπημένη απασχόληση

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dada (ms)