γραφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραφικά (επίρρημα) < γραφικός + -ά < (ελληνιστική κοινή) γραφικός < αρχαία ελληνική γραφή < γράφω (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική pittoresco
- γραφικά (ουσιαστικό) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική graphics < (ελληνιστική κοινή) γραφικός < αρχαία ελληνική γραφή < γράφω
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]γραφικά
- με γραφικότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γραφικά | ||
γενική | των | γραφικών | ||
αιτιατική | τα | γραφικά | ||
κλητική | γραφικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
γραφικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (τέχνη, πληροφορική) σχέδια που έχουν σχεδιαστεί από υπολογιστή και χρησιμοποιούνται σε ιστοσελίδες ή έντυπα
- (πληροφορική) η εικαστική παρουσίαση δεδομένων (data) οπτικού περιεχομένου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γραφικά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γραφικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γραφικά
Κατηγορίες:
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)