errant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]errant < errer < δημώδης λατινική iterare, ταξιδεύω
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | errant | errants |
θηλυκό | errante | errantes |
errant (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- περιπλανώμενος, πλανώμενος, νομάς
- chevalier errant - πλανώμενος ιππότης
- αδέσποτος
- un chien errant - ένα αδέσποτο σκυλί