graisse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʁɛs/
 
ομόηχο: Grèce

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
graisse graisses

graisse (fr) θηλυκό

  1. το λίπος, το ξίγκι
  2. το γράσο