istmo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | istmo | istmoj |
αιτιατική | istmon | istmojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]istmo (eo)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
istmo | istmos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]istmo (es) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
istmo | istmi |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]istmo (it) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
istmo | istmos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]istmo (pt) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Γεωγραφία (εσπεράντο)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Γεωγραφία (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Γεωγραφία (ιταλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Γεωγραφία (πορτογαλικά)