lettrine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lettrine (en)



      ενικός         πληθυντικός  
lettrine lettrines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lettrine (fr) θηλυκό