levo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. levo < levis (=ελαφρύς)
  2. levo < levis (=λείος)

levo

  1. ελαφρύνω
  2. ανακουφίζω
  3. αφαιρώ
  4. μειώνω, ελαττώνω
  5. μετριάζω
  6. εξασθενώ
  7. ελευθερώνω
  8. αίρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

levo

  1. λειαίνω
  2. γυαλίζω, στίλβω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

levo (sr)

  • λατινική γραφή του лево

Επίρρημα

[επεξεργασία]

levo (sh)