masturbation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
masturbation < λατινική masturbatio < manus (χέρι) + stupratio (η πράξη του «βρομίζω»)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmas.tʌr.ˌbeɪ.ʃən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

masturbation (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
masturbation < λατινική masturbatio < manus (χέρι) + stupratio (η πράξη του «βρομίζω»)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mas.tyʁ.ba.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
masturbation masturbations

masturbation (fr) θηλυκό

  1. ο αυνανισμός, η μαλακία
     συνώνυμα: onanisme, (οικείο): branlette, touche-pipi
  2. (μεταφορικά) πνευματώδης συζήτηση που θεωρείται στείρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]