poetry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]poetry (en)
- (μη μετρήσιμο) η ποίηση, ποιητικός, τα ποιήματα γενικά
- ↪ Poetry requires inspiration, talent, but also hard work.
- Η ποίηση απαιτεί έμπνευση, ταλέντο αλλά και σκληρή δουλειά.
- ↪ I have published three poetry collections.
- Έχω δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές.
- ↪ Poetry requires inspiration, talent, but also hard work.
- (μη μετρήσιμο, ενικός, λογοτεχνικό) η ποίηση, η αισθητική και συναισθηματική αξία
- ↪ the poetry in the movements of the dancer - η ποίηση των κινήσεων της χορεύτριας
Πηγές
[επεξεργασία]
Φίτζι χίντι (hif)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]poetry (hif) θηλυκό