potluck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
potluck potlucks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
potluck < pot + luck

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

potluck (en)

  • γεύμα-δείπνο ή πικ νικ (πολλών ατόμων) που ο καθένας συμβάλει με κάποιο πιάτο, γεύμα αμοιβαίας συνεισφοράς (σε τροφές) συμμετεχόντων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • take pot luck: επιλέγω στην τύχη