prohibé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prohibé | prohibés |
θηλυκό | prohibée | prohibées |
Επίθετο
[επεξεργασία]prohibé (fr)
Μετοχή
[επεξεργασία]prohibé (fr)
Πηγές
[επεξεργασία]- prohibé - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- prohibé - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé