railway

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
railway railways

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
railway < rail + way

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

railway (en) (ΗΒ) ή railroad (ΗΠΑ)

  1. (μέσο μεταφορών) ο σιδηρόδρομος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rail
  2. η σιδηροτροχιά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rail