sadique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.dik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sadique sadiques

sadique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sadique sadiques

sadique (fr) αρσενικό ή θηλυκό