spire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spire | spires |
spire (en)
- (αρχιτεκτονική) οβελίσκος, βέλος (κωνική απόληξη σε κορυφή πύργου, εκκλησίας κ.λπ.)
- το κωδωνοστάσιο, το καμπαναριό
- η σπείρα, η έλικα, η στροφή ελικοειδούς αντικειμένου
- μίσχος, ο κώνος των δέντρων, το καλάμι των δημητριακών
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | spire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spires |
αόριστος | spired |
παθητική μετοχή | spired |
ενεργητική μετοχή | spiring |
spire (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- spire - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- spire - Cambridge Dictionary online
- spire - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- spire - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- spire < λατινική spira < αρχαία ελληνική σπεῖρα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spire | spires |
spire (fr) θηλυκό
- η σπείρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- spire - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- spire - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αρχιτεκτονική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)