staat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

staat (nl)

  1. κατάσταση
  2. πολιτεία
  3. κράτος

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

staat (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος staan
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος staan