sucrerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

sucrerie < sucre + -erie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sy.kʁǝ.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sucrerie sucreries

sucrerie (fr) θηλυκό

Il mange plein de sucreries. : τρώει όλο ζαχαρωτά.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

sucre