tiri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

tiri < tiro + -i.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈti.ɾi/
ρήμα tiri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας tiras tiranta tirata
αόριστος tiris tirinta tirita
μέλλοντας tiros tironta tirota
υποθετική tirus - -
προστακτική tiru - -

tiri (eo)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

tiri (io)