ventrée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ventrée ventrées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ventrée (fr) θηλυκό