walk out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: walkout
ενεστώτας walk out
γ΄ ενικό ενεστώτα walks out
αόριστος walked out
παθητική μετοχή walked out
ενεργητική μετοχή walking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
walk out < → δείτε τις λέξεις walk και out

walk out (en)

  • (ανεπίσημο) απεργώ
    They will walk out in a show of solidarity with the coal miners.
    Θα απεργήσουν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους ανθρακωρύχους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη strike